Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΦΤΟΥ ΚΙ' ΑΠ' ΤΗΝ ΑΡΧΗ



«ΦΤΟΥ ΚΙ’ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ»

«Είδες την νήσον όπου ανθεί η συκή, και η ελαία σγουρά απλώνει τα αργυρά της φύλλα;  ίδες την κόρην του Ηλίου και της Θαλάσσης, την μητέρα του σπόγγου, η οποία τίκτει σκύμνους, γεννά παλληκάρια και αντρέφει γίγαντες και βασιλείς του Πόντου; Την Κάλυμνον είδες. Είναι μία των Δωδεκανήσων»
ΣΚΕΥΟΣ ΖΕΡΒΟΣ


Μάλλον είναι γνωστό, αυτό που υπενθυμίζει η λαογραφία μας, πως η φράση «φτού κι’ απ’ την αρχή» έχει τις ρίζες της κάπου στα βυζαντινά χρόνια. Καθώς τελείωναν τα παιδιά την καλλιγραφία τους, έδιναν στο δάσκαλο την πλάκα, για να τη διορθώσει. Μετά τη διόρθωση ο δάσκαλος ζητούσε από τα παιδιά να την ξαναγράψουν. Επειδή όμως, πολλές φορές, δεν είχαν σφουγγάρι, έσβηναν την πλάκα με τα δάχτυλα, αφού προηγουμένως τα έφτυναν. Κάπως έτσι γίνεται όταν δεν έχεις σφουγγάρι. Πρέπει να «παραδώσεις», στον μαυροπίνακα της Ιστορίας, τους εσώτερους ζωογόνους χυμούς της ύπαρξης σου, να φτύσεις κατάμουτρα το λαθεμένο, να σβήσεις τα παλιά «λάθια»...κι ύστερα «φτού απ’ την αρχή», να ξαναγράψεις τη ζωή σου.

Παρ’ εκτός κι αν είσαι σφουγγαράς στην Κάλυμνο, σπογγαλιεύς για τους γραμματισμένους, κι έχεις περίσσια τα «σφουγγάρια» να γράφεις και να σβήνεις, όσο τραβάει η ψυχούλα σου, δίχως να χάνεις -που λένε- το σάλιο σου φλυαρώντας.  Κάπως έτσι, σε μιαν εποχή όχι και τόσο μακρινή, κάπου με το τέλος του πολέμου, η Κάλυμνος, με τα «σπόγγινα σβηστήρια» της, πέρασε υπό αγγλική στρατιωτική διοίκηση.  Τον Μάϊο του 1945 στάλθηκε διοικητής στο νησί, ένας έφεδρος λοχαγός και οικονομολόγος ονόματι Pike. Κάτι πήρε το εκλεπτυσμένο εγγλέζικο αυτί του για κοινότητες, δημογεροντίες και τα τοιαύτα -ανήσυχο γαρ πάντα το βρετανικό πνεύμα- και ζήτησε να ενημερωθεί τι είν’ όλα αυτά τα «μοντέρνα». Πώς συστήνεται, τι είναι και πώς διοικείται η Δημογεροντία, που είχε στο αναμεταξύ ανασυσταθεί με την άφιξη των Γερμανών (5.10.1943). Ακούγοντας τον Κανονισμό δεν πίστευε στ’ αυτιά του, τόσο που αναρωτήθηκε αν ήταν σωστή μετάφραση των όσων άκουγε. Όταν επιτέλους βεβαιώθηκε ότι η μετάφραση ήταν ορθή,  δήλωσε προβληματισμένος: «Ανήκω στο Εργατικό κόμμα και είμαι μάλιστα υπεύθυνος για την οργάνωσή του στην περιοχή μου. Το πρόγραμμά μας, αν κερδίσουμε τις εκλογές, είναι να εφαρμόσουμε στη Βρετανία, όσα εφαρμόζονται στο μικρό αυτό νησί ήδη από τον περασμένο αιώνα. Ευχαριστώ θερμά για τη χαρά που μου δώσατε!». Πάντα ευγενείς οι Βρετανοί...

Τί είδε λοιπόν στην μικρή Κάλυμνο ο Βρετανός και δεν «έκανε το Κινέζο;»

Κάθε χρόνο, στις 26 Δεκεμβρίου, εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία η Δημογεροντία της Καλύμνου (έως 12 άτομα), η οποία κάνει άριστη χρήση του μεγάλου πλούτου που φέρνει στο νησί η σπογγαλιεία. Με την πάροδο των χρόνων, αναπτύσσεται μια αξιοζήλευτη βαθιά αμεσοδημοκρατική τοπική αυτοδιοίκηση. Κύριοι σταθμοί στην εξέλιξη της είναι: Η ψήφιση σε Λαϊκή Συνέλευση στην εκκλησία του Χριστού(Μητρόπολη), την 1η Μαρτίου 1884, του «Κανονισμού λειτουργίας της Σπογγαλιείας και των καταδυτικών μηχανών». Αποτελείται από 43 άρθρα, φέρει 475 υπογραφές και θεσπίζει(1869) πρωτόγνωρους κανόνες εμπορικού και εργατικού δικαίου. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 20 Δεκεμβρίου 1894, ψηφίζεται από τη Γενική Λαϊκή Συνέλευση, ο Κανονισμός Δημογεροντίας της Καλύμνου, ένα είδος τοπικού Συντάγματος, που κωδικοποιεί, επαυξάνει και βελτιώνει τα μέχρι τότε ισχύοντα. Ανάμεσα στα άλλα προβλέπει δωρεάν Παιδεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αποτελείται από 46 άρθρα και φέρει 475 υπογραφές.       

Στο άρθρο 2 του Κανονισμού, επαναλαμβάνω του έτους 1894 παρακαλώ και μάλιστα υπό οθωμανική κατοχή, διαβάζουμε: «Προκειμένου περί ζητημάτων θιγόντων τα ανέκαθεν καθιερωμένα και ανεγνωρισμένα προνόμια του τόπου, η Δημογεροντία κατά τα ανέκαθεν κεκανονισμένα ουδεμίαν αρμοδιότητα έχει, μόνος δε αρμόδιος είναι ο  Λαός της νήσου Καλύμνου, προς ον η Δημογεροντία οφείλει να αναφέρεται εν πάση τοιαύτη περιπτώσει και συμφώνως τη κοινή αυτού εγκρίσει ενεργεί νομίμως. Άλλως πάσα οιαδήποτε μονομερής πράξης της Δημογεροντίας θέλει είσθαι όλως άκυρος, οι δε παραίτιοι αυτής Δημογέροντες είτε και Δημοτικοί Σύμβουλοι θέλουσιν είσθαι υπεύθυνοι απέναντι του Λαού, θα παύωνται αμέσως τις θέσεων των, και θα εκλέγονται κατά τα κεκανονισμένα  υπό του λαού άλλοι αντ’ αυτών εν οιαδήποτε εποχή του έτους».

Με άλλα λόγια, το κράτος  επ’ ουδενί αυτονομείται από την κοινωνία. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι, κατά κανέναν τρόπο, ιδιοκτήτης του κράτους, αφού η Δημογεροντία «οφείλει με την κοινή έγκριση του Λαού να ενεργεί νόμιμα». Το κράτος δεν είναι «το μαγαζί του πατέρα τους». Το κράτος είναι το «μαγαζί» του Λαού.  Ο Λαός είναι ιδιοκτήτης του κράτους και συμπεριφέρεται και πράττει απέναντί του όπως αυτός γουστάρει. Και αυτό συμβαίνει διότι αναγνωρίζεται ως de facto δεδομένη η ωριμότητα, η ενηλικίωση, του Λαού.

Ως εκ τούτου, ο Λαός αποφασίζει αν θα δανειστεί ή όχι και πόσο. Ο Λαός αποφασίζει αν θα προσλάβει ή όχι προσωπικό και σε ποιές θέσεις. Ο Λαός  αποφασίζει ποιόν τομέα της οικονομίας θα αναπτύξει και πως. 

Ο Λαός αποφασίζει αν θα γίνει δρόμος, από που θα περάσει και πόσο θα κοστίσει, αν θα πληρώσει διόδια για να τον φτιάξει ή αν θα προσφέρει εθελοντικά «κοινοτικά μεροκάματα» για να τον ολοκληρώσει. Ο Λαός αποφασίζει πόσος θα είναι ο φόρος που δεν θα υπολογίζεται ανά ανθρώπινο κεφάλι (κεφαλικός φόρος) αλλά ανά συλλογικότητα με βάση την αρχή της αλληλεγγύης (βυζαντινό αλληλέγγυον). Ο Λαός εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό με τις σχετικές κατανομές των δαπανών, σύμφωνα με τις προτεραιότητες και τις ανάγκες που ο ίδιος θέτει, γιατί εκείνος ξέρει όσο κανείς άλλος τις ανάγκες του ή απλά γιατί έτσι κάνει κέφι. 

Ο  Λαός εγκρίνει και τον τελικό απολογισμό, και με βάση την εμπειρία του -από τον τρόπο που ο ίδιος αποφάσισε να ξοδέψει τα χρήματα και τους πόρους του- αναπροσαρμόζει το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα κάθε χρονιάς.

Το πολιτικό προσωπικό (και το σύστημα), δεν έχει απολύτως καμιά αρμοδιότητα για ζητήματα που θίγουν τα «ανέκαθεν καθιερωμένα και ανεγνωρισμένα προνόμια του τόπου». Το πολιτικό σύστημα ασχολείται μόνο με την καθημερινή διεκπεραίωση των υποθέσεων του Λαού, το πολύ-πολύ, ως καλός λογιστής. Δεν είναι ούτε manager, ούτε Δ.Σ. ανωνύμου εταιρείας. Όποιος απ’ το πολιτικό σύστημα το «παίξει» manager που αποφασίζει μονομερώς  οι πράξεις του θα είναι εκ των προτέρων άκυρες –ακόμη και αν είναι προς το κοινό συμφέρον- ενώ ο ίδιος θα είναι υπεύθυνος απέναντι στο Λαό και θα παύεται πάραυτα απ’ τη θέση του. Αμέσως δε, θα εκλέγεται άλλος στη θέση του, οποιαδήποτε εποχή του έτους κι αν είναι. Τελεία και παύλα. 

Ούτε αντιπροσωπεύσεις, ούτε κουραφέξαλα για πολίτες νήπια!

Και προφανώς δεν είναι τυχαίο ό,τι όλα ετούτα τα αμεσοδημοκρατικά, συντελούνται μέσα στην Εκκλησιά, κοντά στις μέρες των  Χριστουγέννων, όχι γιατί αυτό επιτάσσει κάποια μεσαιωνική θρησκοληψία, ούτε γιατί αυτό επιβάλλει το πρωτόκολλο μιας ευσεβίστικης ιερολαγνείας, αλλά απλά γιατί έτσι ιεροποιείται η πολιτική. 

Η Πόλις θεσμίζεται πέριξ -με κέντρο- το Ιερό και γι’ αυτό οι άνθρωποι-πολίτες «έχουν ιερό και όσιο».

Εδώ μένει έκπληκτος ο Άγγλος οικονομολόγος αλλά και ο νεοέλληνας ευρωπαίος εταίρος(sic) του. 

Είναι δυνατόν σήμερα, 120 χρόνια μετά, να χρειάζεται να επανεφεύρουμε ότι κατέχουμε ήδη-τουλάχιστον- από το τέλος του 19ου αιώνα; Μπορεί να είμαστε τόσο ανυποψίαστοι στην ιδέα πως ότι είναι ζητούμενο σήμερα, υπήρξε χθες βιωματική αλήθεια και σταθερή κατάκτηση του Λαού μας;  Μοιάζει λες και πασχίζουμε εδώ και δεκαετίες να φτιάξουμε σπίρτα, όταν ο παππούς μας έχει χαρίσει τον αναπτήρα(πυρόβολο τον λένε στην Κρήτη) που αυτός ανακάλυψε, αλλά εμείς δεν τον γουστάρουμε...επειδή δεν είναι bic...

Κάπως έτσι βρεθήκαμε, στους μνημονιακούς καιρούς, να παλεύουμε να ανάψουμε τα βρεγμένα σπίρτα μας, με εισαγόμενους αναπτήρες. Πώς να μην καούμε; Και πρέπει τώρα, φτου κι απ’ την αρχή, να αποφασίσουμε να αφήσουμε στην άκρη τα εύκολα bic μιας χρήσης, και με τα καμμένα μας ακροδάχτυλα να ψηλαφίσουμε την παραπεταμένη και ξεθυμασμένη  ίσκρα του προγονικού μας «πυρόβολου».

Να πιστοποιήσουμε, δηλαδή, ότι η δυτικότροπη αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν είναι τίποτα περισσότερο από «αιρετή τυραννία», αφού οδηγεί νομοτελειακά στην ανεξέλεγκτη αυτονόμηση των «αντιπροσώπων», «ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ». Άρα και η όποια -με τέτοιους όρους- συμμετοχικότητα του Λαού,  δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα καλοστημένο άλλοθι, ένα καρότο για την κοινωνία, όμοιο με το καρότο της υποκίνησης και της συμμετοχής στα κέρδη στις μονδέρνες θεωρίες του management. Το θεμελιώδες χάσμα, μεταξύ αυτού που αποφασίζει και αυτού που υφίσταται τις συνέπειες των αποφάσεων, διατηρείται -είτε χωρίς είτε με τέτοιου είδους συμμετοχή- αγεφύρωτο. «Οιαδήποτε μονομερής πράξης της Δημογεροντίας θέλει είσθαι όλως άκυρος», ορίζει ο Κανονισμός μας.

Να βεβαιώσουμε «αρμοδίως», ότι η κοινωνία δεν είναι απλά ένα άθροισμα μεμονωμένων ατόμων, οι οποίοι απλά ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια για να εκλέξουν αυτόν που θα αποφασίζει για λογαριασμό τους. Η κοινωνία δεν είναι μια κάποια σύμβαση συγκρουόμενων συμφερόντων, δεν είναι societas, δεν είναι εταιρεία. Η κοινωνία είναι αγαπητική συνύπαρξη ανθρωπίνων προσώπων. Η κοινωνία είναι ξεθέωμα και καθημερινό τρεχαλητό να βρεις γνησίως άκρη με την «μαλακία» του κάθε απέναντι Άλλου, αλλά και με τη δική σου. Είναι κατόρθωμα, η κοινωνία, δεν είναι ούτε high, ούτε low society. Και το κατόρθωμα αυτό μιας κοινωνίας ατόμων, είναι η κοινότητα των προσώπων. Έτσι, θα μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η τραγωδία της Αντιγόνης συγκινεί το δυτικό κοινό μόνο ως συναισθηματική σύγκρουση, όχι ως εξαντλητική άσκηση προσωπικής ελευθερίας έναντι του κράτους. Γιατί, η κοινωνική ελευθερία ως κατόρθωμα κοινωνίας και όχι ως ταξική συγκρουσιακή διεκδίκηση είναι ακατανόητη στην νεωτερικότητα. Και κοντεύει να γίνει ακατανόητη και για μας.

Αλλά έχουμε άραγε, έστω κάποια, υποψία του κληρονομικού μας «πυρόβολου»; Μπορούμε, έστω από κάποιες ενδείξεις, να ανιχνεύσουμε ότι πίσω απ’ τα μουτζουρωμένες μπουρδολογίες του σύγχρονου μαυροπίνακα μας, αχνοφαίνεται ακόμη ο Κανονισμός της Δημογεροντίας; Όχι ως λαογραφικό μουσειακό απομεινάρι, αλλά ως ζώσα βιωμένη πραγματικότητα «αληθούς» ζωής!

Να είναι άραγε αιτία αυτό, το κοινοτικό μας «μπόλιασμα», που μας κάνει συχνά-πυκνά περίπου αντιεξουσιαστές που υποστηρίζουν ότι αν οι εκλογές, αυτού του είδους «οι εκλογές, άλλαζαν τα πράγματα θα ήταν παράνομες»; Να είναι άραγε αυτό, το λησμονημένο κοινοτικό μας «τσακμάκι», που μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι «έτσι τίποτα δεν γίνεται» και στην άρνηση μας να συμμετάσχουμε με ενθουσιασμό στα κοινά μας πράγματα; Να είναι αυτό που γεννά την συχνά τυφλή μας επιθετικότητα ενάντια σε ένα κράτος που δεν είναι, δεν το νοιώθουμε δικό μας; Γιατί πώς μπορεί να είναι δικό μας ένα κράτος «κλεμμένο» από το αυτονομημένο-ανεξέλεγκτο πολιτικό σύστημα; Και γιατί η εγγενής νεοελληνική επιθετικότητα-περιφρόνηση ενάντια στο «δημόσιο χώρο», να μην είναι η ασύνειδη, απωθημένη ίσως, αντίδραση ενάντια στην κλοπή; Άλλωστε, αν παραμερίσει κανείς τα «Ραμφικά παραγγέλματα», μπορεί να αποδώσει την αυξημένη αποτελεσματικότητα του δυτικού κράτους στη γενέτειρά του Δύση, σε αντίθεση με τον τόπο μας, ακριβώς σε αυτό: ότι η ακαταμάχητη ισχύς του κράτους στη συνείδηση του δυτικού πειθαρχημένου νηπίου, επιτρέπει –για πόσο ακόμη(;)- μια κάποια θεσμική λειτουργικότητα, αντίθετα με ότι συμβαίνει στον ελλαδικό χώρο, όπου η ισχύς αυτή είναι εξασθενημένη λόγω του αμεσοδημοκρατικού κοινοτικού μοντέλου που προηγήθηκε. 

Με άλλα λόγια, είναι ριζικά διάφορη η νοηματόδοτηση που έχει στην αφετηρία της η ελληνική αντίληψη για το συλλογικό, από την αντίστοιχη νοηματοδότηση του κόσμου της νεωτερικότητας. Οπότε όταν οι δύο αντιλήψεις συγχέονται, τότε το κράτος «ιδιοκτησία της κοινωνίας», μπορεί να λεηλατείται με την ίδια πικρία, αυτοκαταστροφή αλλά και αθωότητα, που ένα παιδί  καταστρέφει το παιχνίδι που κάποτε ήταν δικό του και τώρα βρίσκεται στα χέρια ενός μοσχαναθρεμμένου γειτονόπουλου (που μάλιστα το περιπαίζει επιπλέον και για την απώλειά του αυτή).

Και γιατί όχι, ακόμη και η «λατρεία» για μια θέση στην παρασιτική δημοσιουπαλληλία, να μην υποκρύπτει -εκτός όλων των άλλων όπως ανασφάλεια, φόβος, πελατειακές σχέσεις κλπ- και τη βαθύτερη απωθημένη ανάγκη μετοχής στο κράτος, στο κράτος ως ιδιοκτησία του Λαού; Άλλωστε, το πελατειακό κράτος, το κράτος νταβάς ή τροφός, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της δυτικής κοσμοαντίληψης για το συλλογικό και το άτομο. Ο πολίτης–πελάτης προϋποθέτει το πολιτικό σύστημα-πωλητή. Γι’ αυτό και διορισμοί δημοτικών υπαλλήλων απ΄ το παράθυρο γίνονται και εις Παρισίους. Διδακτορικοί τίτλοι σπουδών «πωλούνται» και στο LSE, ενώ γερμανικές ήταν οι εταιρείες που διέφθαραν τους ντόπιους κρατικούς λειτουργούς.

Μήπως όμως, επίσης με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να προσεγγίσουμε  την ελληνική ιδιαιτερότητα-σχεδόν εμμονή- της αυτοαπασχόλησης ή της άσκησης ανεξάρτητης μορφής εργασίας; Και πόσο άσχετο είναι άραγε το γεγονός ότι –παρά την μνημονιακή λαίλαπα- ακόμη και σήμερα, ο δείκτης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ανά χίλιους κατοίκους, είναι σχεδόν διπλάσιος του ευρωκοινοτικού μέσου όρου; Γιατί αυτό να μην είναι κάτι περισσότερο από το μαρξιστικό εποικοδόμημα στην περιφέρεια του καπιταλισμού; Γιατί δεν συμβαίνει, λόγου χάριν, κάτι αντίστοιχο και στην Πορτογαλία; Γιατί να μην είναι η κοινοτικ-ορμεμφυτική μας αντίδραση στην απουσία ενός ψηφισμένου από εμάς τους ίδιους... «Κανονισμού λειτουργίας της Σπογγαλιείας και των καταδυτικών μηχανών»;  Γιατί να μην είναι αποτέλεσμα της ανάγκη διαφυγής από την καταναγκαστική δουλεία της μισθωτής σκλαβιάς στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας; Η συλλογική μας ψυχοσύνθεση δεν έχει γνωματεύσει -εδώ και αιώνες- ότι η δουλεία, είτε νέτη-σκέτη καταναγκαστική, είτε μακιγιαρισμένη με ολίγην από χειραφέτηση, πάντα δουλεία θα είναι; Στην ελληνική γλώσσα δεν είναι που η μισθωτή δουλεία, θα επιμένει πάντοτε-όσο υπάρχει ελληνική γλώσσα- να είναι δουλειά και ποτέ work;  Και γιατί, η φράση «τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια» ή «η ξένη δούλεψη είναι κατάρα», είναι προτάσεις άνευ λογικού περιεχομένου στη δυτική κοσμοαντίληψη;

Αλλά μήπως και στον ατομικό μας ψυχισμό δεν ανιχνεύεται εν τέλει κάτι από τον ξεχασμένο μας ζωωδότη «πυρόβολο»; Ο βουτηχτής της Καλύμνου δεν ριψοκινδυνεύει την ίδια του τη ζωή για να αποκομίσει μια κάποια ιδιωτική ελευθερία. Το σκάφανδρο του δεν είναι η περίκλειστη πανοπλία προστασίας από τον ανταγωνιστή Άλλο. Δεν είναι το άβαταρ που χρησιμοποιεί στη δημόσια έκφραση της ύπαρξης του. Ο Καλύμνιος σφουγγαράς καταδύεται «ερωτικά» προκειμένου να καταστεί εφικτή η ανάδυση εκείνου το οποίο αφήνει πίσω του: η οικογένεια, οι ζωντανοί και πεθαμένοι Άλλοι, ο τόπος, η κοινότητα! Στο βυθό του Αιγαίου ανα-γνωρίζει την ελευθερία, όχι ως ελευθερία ιδιωτικής επιλογής ή «ετικέτας», όχι ως ελευθερία «από», αλλά ως ελευθερία «για να»!

Η αλήθεια είναι ότι ο «ελβετόψυχος» δυτικός άνθρωπος-επιλογέας απολαύσεων, δεν πήρε ποτέ χαμπάρι την ελευθερία ως κατάργηση της χρείας, ως ανυπακοή στην τυφλή ανάγκη. Η εθελούσια μητρική θυσιαστική αυταπάρνηση, η θεληματική αυτοκατάργηση των αναγκών μιας μάνας ως κορύφωση απελευθέρωσης, δεν συναντάται παρά μόνο στα εγχειρίδια ψυχολογίας της δυτικής κουλτούρας. Και η κατάδυση του Καλύμνιου σφουγγαρά θα εξετάζεται πάντα υπό το πρίσμα...βελτίωσης των καταδυτικών μηχανών και της ως εκ τούτου αύξησης της παραγωγικότητας της σπογγαλιείας.  Χαμπάρι για το υπαρξιακό γεγονός της κατάδυσης!

Η ελευθερία –στη Δύση- δεν μπορεί ποτέ να ιδωθεί ως αδιαμεσολάβητη κίνηση του ανθρώπινου αυτεξούσιου, άνευ όρων αλλά εντός των ορίων της κοινότητας. Έτσι, στο δικαστήριο η ελευθερία του  κατηγορούμενου, διαμεσολαβείται όπως ορίζει το νομικό και δικανικό σύστημα. Η ελευθερία του φορολογούμενου πολίτη, διαμεσολαβείται μέσω του φορολογικού συστήματος. Η πληροφορία, διαμεσολαβείται μέσω πολυδαίδαλων συστημάτων επικοινωνίας. Απαράλλαχτα όπως η πολιτική διαμεσολαβείται μέσω του πολιτικού συστήματος. 

Ακόμη και ο έρωτας διαμοσελαβείται μέσα από σεξολόγους, συγγραφείς συνταγών ευτυχίας, δικαστές, δικηγόρους, συγγενείς και άλλους, που διεκπεραιώνουν καθημερινά την έκπτωση της χαριστικής αυτοαπαραίτησης σε ηδονιστική χρησιμοθηρία. Κάνουν τον έρωτα σεξ, για να εκπέσει η σχέση στο επίπεδο της απλής συσχέτισης. Να υποταχθεί η ελευθερία στο ορμέμφυτο της σεξουαλικής ανάγκης. Όπως έκαναν το φαγητό fast food, για να υποταχθεί η ελευθερία της ενσωμάτωσης του Κόσμου, στο ένστικτο της πείνας. Παντού και πάντα λογής διαμεσολαβητές-ρυθμιστές λειτουργούν για λογαριασμό του κάθε ανεπανάληπτου ανθρώπινου προσώπου. Αυτή η διαμεσολάβηση οικοδομεί εν τέλει και το αισχρό πελατειακό κράτος, ως κατάντημα των διαδικασιών διαμεσολάβησης.  Ο ίδιος ο πολίτης, άσχετος με τον διπλανό του, διαμαρτύρεται συχνά για αυτό το κατάντημα, μάλλον ανυποψίαστος ακόμη και για την πιθανότητα μιας αδιαμεσολάβητης σχέσης με τον απέναντι Άλλο.

Ο Κανονισμός της Δημογεροντίας της Καλύμνου –ένας ανάμεσα σε δεκάδες άλλους παρόμοιους σε όλο τον ελλαδικό χώρο-τρόπο, μας βεβαιώνει πως για εκατοντάδες χρόνια, ο Λαός μας δεν είχε «μάθει» με τόσους διαμεσολαβητές-ρυθμιστές. Είχε τον δικό του «κανονισμό» αυτορύθμισης. Όταν μας επιβλήθηκαν -σχεδόν στανικά- ως θεσμικό πλαίσιο, αργά η γρήγορα ήταν δεδομένο ότι η απορύθμιση μας ήταν εξασφαλισμένη. Σαν ένα καζανάκι που οι ειδικοί «υδραυλικοί» το μπουκώνουν με λογής «φλοτέρ», δήθεν για να προλάβουν μιαν υπερχείλιση. Τρίχες! Το «νερό» του θέλουν να «βάλουν στο χέρι»!

Ίσως έτσι να μπορούμε να ερμηνεύσουμε γιατί «προνομιακά» εμείς -και κανένα άλλο δυτικό κράτος- «φορτώσαμε» τις ρουτίνες και τις διαδικασίες λειτουργίας του κράτους, αλλά και της ζωής μας, με δεκάδες παράπλευρα υποσυστήματα και άπειρες άλλες διαμεσολαβήσεις.  Η διογκωμένη ελληνική γραφειοκρατία προέκυψε -όχι μόνο ως μηχανισμός κρατικής κυριαρχίας αλλά και- ως ατομική αντίσταση στο διαμεσολαβητικό σύστημα κυριαρχίας που έστησε η δυτική κοσμοαντίληψη. Είναι ο θυρωρός που διαμεσολαβεί για λογαριασμό των ενοίκων και αντιστέκεται -με τον τρόπο του- στη κυριαρχία των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας. Είναι ο κλητήρας-κέρβερος στο υπουργείο, που συγκεντρώνει εξουσίες υπέρμετρα μεγαλύτερες της θέσης του στην ιεραρχία. Είναι το φροντιστήριο που διαμεσολαβεί στην «δωρεάν» κρατική παιδεία κ.λπ.

Η τραγική αλήθεια είναι ότι, ο βουτηχτής της Καλύμνου, ο άνθρωπος της ελληνικής κοσμοαντίληψης, κλείστηκε αιφνίδια και σκόπιμα στο επιχρυσωμένο κλουβί της ιδιωτικής ελευθερίας.  Έναν περιφραγμένο χώρο όπου μέσα είναι κανείς «ελεύθερος» να κάνει ότι θέλει. Ένας πίθηκος θα το υποστεί, ένα νήπιο θα το αντέξει, ένας ελεύθερος άνθρωπος θα το κάνει μπουρδέλο! Έξω από το κλουβί, στο μεγάλο πεδίο της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας, εκεί όπου σε σχέση με τον Άλλο, συγκροτείται το ανθρώπινο πρόσωπο, εκεί όπου πιστοποιείται η υποκειμενική ετερότητα, εκεί όπου βεβαιώνεται το ανεπανάληπτο και μοναδικό της ύπαρξης,  η προσωπική σχέση μεταξύ των πολιτών υποκαταστάθηκε από τη συσχέτιση δικαιωμάτων και μεσολαβητών. Εκεί όπου «απαγορεύτηκε» να λειτουργεί η ριψοκινδύνευση της προσωπική σχέσης, της μετοχής, εκεί παραχωρήθηκε η περιχαρακωμένη ασφάλεια του δικαιώματος. Παραχωρήσαμε την ελευθερία μας για μια σταγόνα ασφάλεια!

Έτσι, έμεινε και για μας, όπως και για τον δυτικό άνθρωπο, το «ντουφέκισμα στα χαρακώματα» των δικαιωμάτων. Το δικαίωμα της απεργίας  να κονταροχτυπιέται –στήθος με στήθος- με το δικαίωμα της εργασίας. Το δικαίωμα μου να περπατώ, σε σύγκρουση με το δικαίωμα σου να παρκάρεις. Το δικαίωμα μου να πεθάνω, με το δικαίωμα σου να ζεις ή αντίστροφα. Ακόμη και το δικαίωμα μου να κοιμάμαι, με το δικαίωμα σου να ακούς μουσική. Η σύγκρουση, σφοδρή και αέναη, γεννά πάντα την αναγκαιότητα του μεσολαβητή: μην τσακώνεστε νήπια, το σύστημα διαιτησίας των συγκρούσεων είναι εδώ, σαν καλός πατερούλης, να σας λύσει το πρόβλημα. Να είστε αγαπημένοι ρε σεις! Να μην τσακώνεστε! Αν όχι..ο “μπάτσος” προβάλλει απειλητικός στον ορίζοντα.

Η κατάδυση επιτρέπεται, αρκεί πρωτίστως να είναι αποτελεσματικά κερδοφόρα και δευτερευόντως να καλύπτει τους υγειονομικούς κανόνες ασφαλούς κατάδυσης και τα ατομικά δικαιώματα του βουτηχτή και του εντολέα του...Καλύτερα πλαστικά σφουγγάρια κι ας είναι και κινέζικα, θα απαντήσει ο νεοέλληνας. 

«Καλύτερα πρεζάκι στην πλατεία!», θα σαρκάσει αριστοφανικά ο Τζίμης Πανούσης.

Κάπως έτσι, κατέστη τελικά ανέφικτος ο εξευρωπαϊσμός της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Πρόκειται για μη συμβατές νοηματοδοτήσεις του βίου, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Τι άλλο άραγε θα μπορούσε να συμβεί, αν σ’ ένα τρόπο σάρκωσης της ζωής, σ’ έναν ανθρωπολογικό τύπο που συστήνει αυτόν τον τρόπο, όταν μέσα σε μια νύχτα –που κρατάει ακόμη- αποκοπούν οι δύο από τους τρεις όρους ελευθερίας και αφεθεί ως αποκούμπι μόνο η ιδιωτικότητα (ή μάλλον ιδιωτεία) της ελευθερίας του κλουβιού;  Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί όταν  σακατεύεται η ιδιοπροσωπεία ενός Λαού για να του «φορέσουν με το ζόρι τα βαφτιστικά ρουχαλάκια του»; Επειδή, μάλιστα, αυτά τα ρουχαλάκια, ταιριάζουν γάντι στους «νονούς» και στις ανάγκες τους για κυριαρχία; Τι «παράγεται» από την ετσι-θελική ανάμιξη μη συμβατών προτεραιοτήτων ζωής;

Να τι συμβαίνει: ο παλιός μας τρόπος κατακαθίζει σαν αδιάλυτο ίζημα στον πυθμένα του βαρελιού μας! Κι από πάνω ένα βαλτωμένο λασπόνερο που όσο κι αν το αναδεύεις «εκσυγχρονιστικά» τόσο η αποφορά του θα σε ζαλίζει.

Αν κοιτάξουμε γύρω μας,  το φρακενσταϊνικό μόρφωμα του νεοέλληνα σακάτη-παλιάτσου είναι πανταχού παρόν. «Ντύθηκε τα στενά» κατήγγειλαν οι αγωνιστές του ’21 όσους ακολουθούσαν φραγκοφορεμένοι το δυτικό μπούσουλα. Και δεν εννοούσαν μόνο την ενδυμασία. Υπαινίσσονταν κυρίως την, αποπνέουσα «οργανωσίλα», ρηχή ευζωία του στενού «κελιού», στον αντίποδα της βιωμένης ελληνικής ευρυχωρίας των ρούχων τους και όχι μόνο. Είναι τα ίδια «κακά στενά» για τα οποία μας επικρίνουν και μας καταγγέλλουν, σήμερα, οι άλλοτε «νονοί». Είναι τα ίδια στενά ρουχαλάκια τα οποία σήμερα μας ζητούν να επιστρέψουμε και μάλιστα εντόκως, αλλιώς θα μας εγκαταλείψουν χρεοκοπημένους και γυμνούς!

Εν τούτοις, ο Κανονισμός της Δημογεροντίας της Καλύμνου, θα είναι πάντα μισογραμμένος-μισοσβησμένος εκεί στον σφουγγισμένο ή φτυσμένο μαυροπίνακα της Ιστορίας μας και θα επιμένει πεισματικά να μας υπενθυμίζει ότι  υπήρξε καιρός –σ’ αυτήν εδώ τη γεωγραφία- όπου η ελευθερία οριζόταν μόνο ως τρίπτυχο: ιδιωτικής, κοινωνικής αλλά και πολιτικής ελευθερίας. Κάθε όρος του τρίπτυχου ήταν μια αναγκαία, αλλά όχι και ικανή –από μόνη της- συνθήκη ελευθερίας.  Η αυτορύθμιση ήταν εδώ και λειτουργούσε, μόλις πριν 120 χρόνια. Τα ξέφτια της φτάνουν, ίσως στρεβλωμένα και απωθημένα, ως τις μέρες μας. Αλλά προφανώς μια τέτοια νοηματοδότηση της ελευθερίας, δεν μπορεί επ’ ουδενί να αφορά νήπια. Αφορά αποκλειστικά και μόνον σε πολίτες που δεν αρνούνται τη ριψοκινδύνευση της ενηλικίωσης. Σε πολίτες που δεν φοβούνται να πετάξουν από πάνω τους τα στενά αποφόρια που μας ανάγκασαν να φορέσουμε. Σε πολίτες που δεν αρνούνται ξεκινήσουν «φτου κι’ απ’ την αρχή». Σε πολίτες που δεν φοβούνται να ερωτεύονται καταδυόμενοι δίχως καν ένα σκάφανδρο προστασίας...

Γι’ αυτό δεν έχουμε παρά να αποκαταστήσουμε  την τριαδικότητα της ελευθερίας –έστω στην μικρή κλίμακα που αφορά στον καθένα μας- στο ρημαγμένο χωριό, στην απρόσωπη γειτονιά, στην βαρετή δουλειά, στην βαριεστημένη παρέα: α)αναγέννηση της κοινωνικής ελευθερίας με την κατάργηση της εργασιακής εξάρτησης ανθρώπου από άνθρωπο, β) παλινόρθωση της πολιτικής ελευθερίας με τη ανα-συγκρότηση του Κοινού.  Τότε και μόνον τότε και το γ) η ιδιωτική ελευθερία, θα εγκαταλείψει οριστικά το παρασιτικό στενό πανωφόρι της και το «κόκκινο πονηρό φωτάκι» έξω από την πόρτα του τόπου μας θα σβηστεί μονομιάς.
Είδες την νήσον όπου ανθεί η συκή, και η ελαία σγουρά απλώνει τα αργυρά της φύλλα; Είναι εκεί όπου οι άνθρωποι ανακάλυψαν ξανά το όρθιο βάδισμα, θα πει ξανά και ο ποιητής...

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
28.11.2014 
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Manifesto.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, για μιαν ακόμη φορά, βρέθηκα ανυποψίαστος κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι, σε τούτα τα γενέθλια. Ανυποψίαστος για το ξέφρενο γλέντι και τους τόσους χορευτές. Ανυποψίαστος για την αφειδώλευτη προσφορά των ταπεινών εδεσμάτων. Ανυποψίαστος για τις μουσικές και τα χορδίσματα των ψυχών. Ανυποψίαστος ακόμη και για τη δική μου -χαρισμένη- ολοκαίνουργια φορεσιά. Ανυποψίαστος για την επικινδυνότητα των γενεθλίων του Μανώλη. Κάθε χρονιά τα ίδια και τα ίδια.

Κι ας έχω έρθει τόσες χρονιές. Κι ας με καλεί πεισματικά τόσες χρονιές. Όλο κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Κάθε χρονιά –πώς το βαστώ- κάθε χρονιά, να είμαι στη γιορτή του σαν τουρίστας! Με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη σαν πέτρα στο λαιμό. Μη τύχει και χάσω! Όχι τις στιγμές. Μην τύχει και χάσω γενικώς!  Άσχετος, δίχως σχέση με το φίλο μου που γιορτάζει, δίχως σχέση και με τον διπλανό μου. Κάθε χρονιά παραμυθιάζομαι πως δεν πήρα, λέει, χαμπάρι. Μα ανυποψίαστος ήτανε κι ο διπλανός μου, λέω...και οικοδομώ το άλλοθι μου. Κι αυτός τα ίδια, κατά πως κι εγώ. Με άλλοθι την δική μου ανυποψία. Τουρίστας κι αυτός. Με τη φωτογραφική του μηχανή κι αυτός. Άσχετος κι αυτός. Μα με μπαϊράκι κι οι δύο μας το φόβο. Με λάβαρο το ατραυμάτιστο, δήθεν, «εγώ». Και η ποινή μας, κοινή. Αυτήν που επιβάλλουμε ο ένας στον άλλο. Χρόνια τώρα. Αιώνες ολάκερους. Να μην βαστούμε να μοιραστούμε τούτα τα γενέθλια μ’ έναν ολόκληρο άλλον άνθρωπο. Να μην αντέχουμε να γλεντήσουμε, βαθιά, μέσα στο είναι μας.

Είναι επικίνδυνη γιορτή τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Δεν είναι χαχαχα και χουχουχου, επισκέψεις τουριστών, στην ψυχή του άλλου. Δεν είναι ένα ουίσκι παραπάνω, ούτε ένα κιλό κουραμπιέδες. Δεν είναι στολισμένες βιτρίνες και φανταχτερά λαμπιόνια. Είναι χορός και γλέντι στα γενέθλια ενός Θεού φίλου κολλητού, που πρέπει -πριν απ’ όλα- να φυσήξεις από πάνω σου τις πασπαλισμένες ζάχαρες κι ύστερα να ‘χεις γερή καρδιά να σύρεις το χορό στην πρώτη, μα και στην τελευταία τη σειρά. Σαν έρθει κι η σειρά σου. Να σύρεις έναν άλλον ανύπαρκτο, σαν κι εσένα, στην ύπαρξη, έστω μοναχά για ένα λεπτό. Μια στάλα. Έτσι. Μπας και υπάρξεις. Κι’ ας κινδυνέψεις να γκρεμιστείς στο τίποτα. Δες ξανά ποιος σέρνει το χορό! Δες ποιος περίλαμπρος χοροστατεί! Πώς μπορεί ρε συ να φοβάσαι; Πώς γίνεται και σ’ αυτό το πάρτυ ακόμη εσύ να φοβάσαι;

Είναι βαθιά επαναστατική πράξη τα Χριστούγεννα, αδέρφια. Μονάχα που σ’ αυτήν την επανάσταση, ζυγιάζει ο καθείς τι είναι έτοιμος να χάσει κι όχι τι γυρεύει να κερδίσει ή να βαστήξει απ΄ τα, καθώς τα λεν, κεκτημένα του. Στο πάρτυ των γενεθλίων του Μανώλη, καθένας μπαίνει στο χορό με το μαρτυρίκι των πατημένων θέλω του καρφιτσωμένο στο μέρος της καρδιάς. No χάσιμο, no party ! No προσφορά, no επανάσταση!
Σ’ αυτήν την επανάσταση, όπως και σ’ όλες τις άλλες τις μεγάλες του Γένους, δεν μπαίνεις για να κερδίσεις, μα για να χάσεις, αν με εννοείς. Κι έτσι να βγεις ολοκληρωτικά σωσμένος!

Εν τούτοις, κοντεύουν πάλι σε λίγες μέρες τα γενέθλια Του κι Εκείνος επιμένει εδώ και 2014 χρόνια να γιορτάζει και να μας καλεί. Κι εσύ αδερφέ μου, περιμένεις μια κάποια κάρτα-πρόσκληση απ’ το ταχυδρομείο. Κι εσύ περιμένεις την αναγγελία της επανάστασης απ’ τις τηλεοράσεις. Σαν να περιμένεις την ήττα του μνημονίου με μιαν απεργία. Σαν να προσδοκείς κάπου κρυφά εντός σου την επιστροφή των γλυκερών ημερών της κατανάλωσης. Σαν να ζητάς να ξεφορτωθείς όπως-όπως τα Χριστούγεννα για μιαν ακόμη φορά. Να τελειώνεις μ’ αυτήν την γιορταστική μελαγχολία που σου κάθεται στο λαιμό και σε πνίγει γλυκά. Λες και δεν έμαθες ακόμη πως, κάτι υπάρχει μόνο αν τ’ αγαπάς και για όσο. Λες κι ερωτεύτηκε ποτέ κανείς στ’ αληθινά δια αλληλογραφίας. Για τούτο είναι που η πατρίδα σήμερα πληγώνεται απ’ τα καρφιά των Ευρωπαίων λογιστών. Είναι πολλά τα Χριστούγεννα που ο λαός μας έπαψε να  ΄ναι ερωτευμένος μαζί της.  Μα θέλω –απερισκέπτως εύελπις- να προσδοκώ πως σ’ αυτά τα Χριστούγεννα θα ψηλαφίσουμε ξανά –έπειτα από καιρό- το ιδιαίτερο πρόσωπο του τρόπου μας. Για να 'ναι τα Χριστούγεννα σινιάλο προφητικό του νέου χρόνου!

Θα ‘μαι κι εγώ στο πάρτυ του Μανώλη, και φέτος, μάλλον ανύπαρκτος θεατής, για μιαν ακόμη χρονιά, άσχετος μέσ’ στους γνωστούς και μεσ’ στις τόσες «σχέσεις», όμως ξεφόρτωτος εφέτος απ’ τις φιοριτούρες της κατανάλωσης και της καλοζωισμένης ευζωίας. Πώς να γινότανε, πάνω στο κέφι του γλεντιού, να βάλω μια φωτιά στα πλαστικά μου μπιχλιμπίδια, στα πλαστικά μου συναισθήματα και στις πλαστικές μου σημαίες!  Ίσως έτσι να μου χαριζόταν και μια θέση στο χορό της επανάστασης των Χριστουγέννων...

Γι' αυτό σου λέω: Έλα κι εσύ ρε φίλε! Θα 'ναι κι ο Κολλητός εκεί!
Καλά Χριστούγεννα αδέρφια και σύντροφοι ή μάλλον Χριστούγεννα για πάντα, Εδώ και Τώρα!

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

ΜΠΟΡΕΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ; (ραδιοφωνική εκπομπή)

Όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προβλέπει ότι το 2020 η κατάθλιψη θα είναι η πρώτη αιτία θανάτου στον Δυτικό κόσμο, τα ερωτήματα γεννιούνται συνειρμικά:
-Το πρόβλημα της κατάθλιψης πλέον είναι προσωπικό ή κοινωνικό;
-Είναι ο μοντέρνος πολιτισμός και ο Δυτικός τρόπος ζωής που γεννούν την κατάθλιψη;
-Πως μας επιβάλλεται αυτός ο τρόπος ζωής και τι καταναγκασμούς δημιουργεί στην καθημερινότητά μας;
- Υπάρχει άλλος τρόπος;
- Η παράδοση της ελληνικής Κοινότητας, μπορεί να λειτουργήσει ψυχοθεραπευτικά;
Αυτά και πολλά άλλα συζητάμε, καλεσμένος του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου στο Ρ/Σ Atlantis FM 105.5, σε μία εκπομπή που νομίζω ότι αξίζει να αφιερώσετε 1.5 ώρα για να την ακούσετε!
https://www.youtube.com/watch?v=q506MbSt-b8

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΔΟΜΗ




Νομίζω, έχουν ήδη ειπωθεί πολλά για την Ελληνική Κοινότητα και είμαι βέβαιος πως, θα ειπωθούν πολύ περισσότερα.
Επιτρέψτε μου, όμως, να ξεκινήσω με μια στατιστική και να κάνω-προς στιγμήν-ότι δεν έχω πάρει χαμπάρι για τι πράγμα συζητάμε σήμερα εδώ. Να αφήσω για λίγο στην άκρη την ρεαλιστική ουτοπία της Ελληνικής Κοινότητας...

Σύμφωνα λοιπόν με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η κατάθλιψη κατέχει σήμερα την 4η θέση παγκοσμίως από πλευράς απώλειας ζωής, αναπηρίας και κοινωνικής δυσλειτουργίας, ενώ προβλέπεται ότι κατά το έτος 2020 θα καταλάβει την 1η θέση, προσβάλλοντας το 25% του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών!

Αν σ’ αυτήν τη πραγματικότητα συμπεριλάβει κανείς και τις εκατοντάδες διαταραχές, όπως τις ψυχωτικές, τις συναισθηματικές (η κατάθλιψη είναι μία απ’ αυτές), τις αγχώδεις, τις σωματόμορφες, τις διαταραχές προσωπικότητας, της πρόσληψης τροφής, του ύπνου, τις σχετιζόμενες με ουσίες και τις σεξουαλικές διαταραχές, κι αν συνυπολογίσει  και τα αυτοάνοσα νοσήματα που έχουν κατά βάσιν ψυχολογικά αίτια, αν σκεφτούμε όλη αυτή τη λίστα, γεννάται μια θεόρατη απορία.

Μα, επιτέλους, υπάρχει κανείς ψυχικά υγιής;     

Τί στο καλό μας συμβαίνει; Καταρρέουμε μέσα μας; Τί είναι αυτό που μας θλίβει και μας συνθλίβει; Ποιά είναι η βαριά απώλεια που πυροδοτεί αυτή την διαταραχτική έξαρση στον δυτικό κόσμο;Τί πενθούμε πια;

Η αλήθεια είναι πως ο 20ος αιώνας, ανέδειξε τη βία σε έκταση και μορφή που είναι πρωτοφανείς στην ανθρώπινη Ιστορία.

Αλλά κυρίως αυτό που επισώρευσε είναι η εξαφάνιση της μικρής κλίμακας από τη θέαση μας. Η αίσθηση της κλίμακας του κοινωνικού μας περίγυρου, διογκώθηκε υπερβολικά. Ταυτόχρονα ο καταιγιστικός ρυθμός των εξελίξεων μας ανάγκασε να μετατραπούμε σε δρομείς που προσπαθούν να προλάβουν τις εξελίξεις. Για αιώνες ο άνθρωπος ήταν ένας μαραθωνοδρόμος και ξαφνικά του ζητήθηκε να γίνει κατοστάρης!

Το περιβάλλον μας, το γύρω μας, παραέγινε μεγάλο, φάρδυνε πολύ για τα ανθρώπινα μέτρα και μας περισσεύει, όπως το δανεικό ρούχο του μεγαλύτερου αδερφού. Δεν μπορούμε πια να το κάνουμε ζάφτι!

Όπως θα το ορίσει ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Κρίστοφερ Λας, φίλος και συμπορευτής του Κορνήλιου Καστοριάδη, «Το μη-οικείο, ταχέως εξελισσόμενο και απειλητικό αυτό περιβάλλον εμφανίζεται υπερβολικά «μεγάλο» και εχθρικό προς την εγγενή τάση του ανθρώπου να επιβληθεί στον περίγυρό του.»

Αποτέλεσμα;

Ο εαυτοπεριορισμός! Η σμίκρυνση του Εαυτού. Όταν ο κόσμος γύρω μας μεγεθύνεται, ο εαυτός μας συρρικνώνεται. Σαν ένα φοβισμένο παιδί, που κουρνιάζει σε εμβρυακή στάση, ανίκανο να καταπολεμήσει την τεράστια σκιά που καλύπτει ολόκληρο το περιβάλλον γύρω του. Ένας φοβισμένος ενήλικος, που γίνεται θυμωμένο παιδί (ή και αντίστροφα) και ως εκ τούτου, γυρνά ξανά πίσω στα απολύτως βασικά. Στην επιβίωση! Αυτή είναι η μόνη προτεραιότητα! Ο αυτοσκοπός του μικρού εαυτού μας!
Οποιοδήποτε άλλο νόημα ύπαρξης, συνύπαρξης και πράξης, παραβλέπεται, παρακάμπτεται, απωθείται! Πού να τρέχεις τώρα για τέτοιες «πολυτέλειες;» 

Η υγιής υπαρξιακή σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του διαρρηγνύεται, θα πει ο Κρίστοφερ Λας, καθώς αυτός μετατρέπεται σε πολεμιστή: δηλαδή σε έναν ανασφαλή και επιθετικό καιροσκόπο, είναι έτοιμος να κάνει το καθετί που πιστεύει ότι μπορεί να κατασιγάσει την ανασφάλειά του!

Μήπως όμως είναι λίγο βολικό όλο αυτό; Μήπως αυτή η συρρίκνωση, που στηρίζει την άρνηση της ενηλικίωσης μας, κάπου βαθιά μέσα μας είναι ζητούμενο;         Μάλλον ναι!

Ο παππούς Freud, μ’ όλα τα στραβά του, το έχει πει καθαρά. «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης και οι περισσότεροι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης»
           
Είναι πιο βολικό να είσαι παιδί, γιατί είναι ζόρικο πράγμα να είσαι ενήλικος!
Πιθανολογώ ότι κάποιοι πιο εξοικειωμένοι με τα θέματα αυτά, υποθέτουν ότι αναφέρομαι στον ατομοκεντρικό ανθρωπολογικό τύπο που γεννήθηκε μέσα στο δυτικό Διαφωτισμό;
Δεν ξέρω αν η εικόνα του ανασφαλή πολεμιστή που, προσπαθεί να τη βγάλει καθαρή, να σώσει τον σμικρυμένο εαυτό του, τον χαμένο μέσα στα απρόσωπα συστήματα, θα ταίριαζε στο δυτικό ατομοκεντρικό πρότυπο.
Άλλωστε, από τις εκθέσεις ιδεών του γυμνασίου, μέχρι τις ιδιωτικές μας συζητήσεις, ασκούμε όλοι μας μιαν ηθική κριτική στο δυτικό άτομο. Το καταγγέλλουμε για εγωϊσμό, φιλαυτία, ματαιοδοξία, μηδενισμό κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο!

Όμως όχι! Δεν μιλώ γι’ αυτό! Πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρότερο! Και γι’ αυτό οι ηθικές αξιολογικές κρίσεις, η επίκριση του δυτικού ατόμου, δεν βοηθούν! Απλά διαιωνίζουν τα στερεότυπα μας και μας βοηθούν να κοιμόμαστε λίγο πιο βαθιά σαν νεοέλληνες.

Προσωπικά, λοιπόν, πιστεύω, πως αυτό που αντιμετωπίζουμε δεν είναι τόσο ένας κτητικός ατομικισμός! Αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι ότι προσδιορίζει ο Νας ως ελάχιστο ή ναρκισσιστικό εαυτό. Ο Νάρκισσος δεν είναι ο ωραιοπαθής «παρτάκιας» κατά την λαϊκή ψυχολογία! Είναι ο ενήλικος που αρνείται πεισματικά να ενηλικιωθεί. Ανίκανος να σχετιστεί ουσιαστικά, ανίκανος να συναισθανθεί, να μπει στα παπούτσια του απέναντι Άλλου, ανίκανος να εμπιστευτεί. Καχύποπτος και χειριστικός, αγωνίζεται διαρκώς να πείσει με την ψευδή εικόνα του προκειμένου να αποκρύψει την υποτιμημένη εικόνα που έχει για τον «ελάχιστο εαυτό του» και, έτσι, να νιώσει καλύτερα.           

«Ο ναρκισσιστικός εαυτός, επιμένει ο Κρίστοφερ Λας, αδειάζει προοδευτικά από κάθε είδους περιεχόμενο και έχει ανάγκη να βρίσκει στόχους στη ζωή του κάτω από τους πιο περιορισμένους όρους. Όλο και περισσότερο, με όρους καθαρής επιβίωσης, σαν η καθημερινή ζωή να ήταν τόσο προβληματική, σαν ο κόσμος να ήταν τόσο απειλητικός και αβέβαιος, που το μόνο που θα μπορούσες να κάνεις είναι απλώς να τα βγάζεις πέρα.  
Να ζεις μια μέρα τη φορά.»

Και, όντως, αυτή είναι πράγματι η θεραπευτική συμβουλή που, παρέχεται στους ανθρώπους μέσα στον κόσμο μας.

«Να είσαι ο εαυτός σου» ήταν και είναι το μότο του δυτικού ανθρώπου. Και φοβάμαι πολύ, επιτρέψτε μου να το πω, και συγγνώμη για την χυδαιολογία ότι στην Ελλάδα πήγαμε το μότο αυτό ακόμη παραπέρα: προσθέσαμε σιωπηρά, δίπλα στο «να είσαι ο εαυτός σου» και τέσσερις ακόμη λέξεις: «και στ’ αρχίδια σου»!  

Αυτός ο Ναρκισσισμός λοιπόν με την κλινική σημασία του όρου, είναι η αιτία για την διαταραγμένη ψυχοσύνθεση, για την ανικανότητα των ανθρώπων να συναισθανθούν. Για την αδυναμία μας να νοιώσουμε βαθιά συναισθήματα. Για την αναπηρία μας να έρθουμε σε επαφή με το πραγματικό μας συναίσθημα!

Να γιατί πέφτουμε με τα μούτρα στις πιο ζωηρές εμπειρίες, λες και επιδιώκουμε να κεντρίσουμε τη νωθρή μας σάρκα, μπας και ξαναζωντανέψουν οι βαριεστημένες ορέξεις του «ελάχιστου» εαυτού μας!

Η αλήθεια είναι ότι υψώσαμε τόσο ισχυρά τείχη ενάντια στις μεγάλες  συγκινήσεις, τόσες ανυπέρβλητες άμυνες και πανοπλίες ενάντια στην βαθύτερα συναισθήματα μας, που κάποια στιγμή θα μας είναι αδύνατον να θυμηθούμε πως είναι να μας κατακλύζει ο πόθος!
Φορέσαμε τόσες μάσκες που κάποια στιγμή, όταν έρθει η ώρα να πεθάνουμε, θα δυσκολευτούν να μας αναγνωρίσουν και οι δικοί μας, οι κοντινοί μας πεθαμένοι!

Αναρωτηθείτε: τι ποθείτε; Ο καθένας προσωπικά! Ποιός είναι ο πιο διακαής σας πόθος; Αφήστε τον εαυτό σας να πλημμυρίσει από την έξαψη αυτού του πόθου! Πλημμυρίζει; Ρέει ασίγαστο το συναίσθημα; Πάει να σπάσει η καρδιά μας;
Ο Ελάχιστος Εαυτός, είναι πολύ στενός, δεν έχει χώρο, για να κατακλυσθεί! 
Και επειδή σαμποτάρουμε τον πόθο μας, θυμώνουμε! Ξοδευόμαστε στην οργή, που απορρέει από τις άμυνες μας ενάντια στον πόθο! Και στη συνέχεια οικοδομούμε καινούργιες άμυνες, νέες μάσκες και πανοπλίες ενάντια στην οργή. Εξωτερικά δείχνουμε πράοι, ευγενικοί, κοινωνικοί, συχνά υποτακτικοί και παθητικοί...ενώ μέσα μας βράζει ο θυμός για τον Ελάχιστο Εαυτό μας!

Μα πώς μπορεί, ρε γαμώτο, να μας φτάνει αυτό που ζούμε!
Νομίζω ότι σήμερα πια, είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Κρίστοφερ Λας, με την έξοχη προσέγγιση του για τον Ναρκισσιστικό Ελάχιστο Εαυτό, πρέπει η σκέψη μας να πάει λίγο παρακάτω: στον Μεθοριακό/Μεταιχμιακό Κενό Εαυτό! Ο Ελάχιστος εαυτός άδειασε πια! Ή για την ακρίβεια είναι γεμάτος με κενό!

Ο Μεθοριακός Κενός Εαυτός χαρακτηρίζεται από ασταθές και επιφανειακό συναίσθημα, ευερεθιστικότητα και άγχος. Εξοργίζεται πολύ εύκολα, έχει διαταραγμένη αντίληψη του εαυτού του και των άλλων, είναι ασταθής σε έντονες διαπροσωπικές σχέσεις, λειτουργεί στα άκρα χωρίς συναίσθηση του κινδύνου, ενώ έχει εκρήξεις έντονων συναισθημάτων ( θυμό, λύπη, χαρά ) χωρίς διάρκεια.
         
Αλλά το βασικό χαρακτηριστικό του Μεθοριακού Κενού Εαυτού, είναι μια μεγάλη συναισθηματική αστάθεια που εκφράζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην εικόνα του εαυτού, στη συναισθηματική διάθεση, καθώς και στην έντονη παρορμητικότητα.

Το καινούργιο στοιχείο αυτού του Εαυτού, είναι η αντίδραση του σ’ αυτό που λέμε αντιληπτή εγκατάλειψη, στην εγκατάλειψη δηλαδή που δεν έχει σημασία εάν είναι όντως πραγματική ή μόνο στη φαντασία μας.

Τώρα ο άνθρωπος νοιώθει ότι ακόμη και αυτός ο Ελάχιστος Εαυτός μπορεί να τον εγκαταλείψει! Όπως και όλοι οι Άλλοι, οι σημαντικοί Άλλοι μπορεί να τον εγκαταλείψουν. Στην ιδέα και μόνο αυτής της πιθανής εγκατάλειψης, πλημμυρίζει από φόβο ή και πανικό, και σε μια επόμενη φάση από θυμό και οργή. Όταν απογοητεύεται ή νιώθει ότι εγκαταλείπεται, αντιδρά με έντονη απαιτητικότητα και θυμό. Μερικές φορές σκέφτομαι, και να με συγχωρήσετε αν κάνω λάθος, πως ίσως, το κίνημα των Αγανακτισμένων δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια τέτοια απαιτητική και θυμωμένη αντίδραση της Μεθοριακής κοινωνίας μας, απέναντι στο «κράτος τροφό» που νοιώσαμε με την κρίση ότι πρόκειται να μας εγκαταλείψει.

Ο Μεθοριακός Εαυτός, στην προσπάθεια του να αποφύγει την εγκατάλειψη, εγκαταλείπει!
Εγκαταλείπει μην τυχόν και εγκαταλειφθεί! Αυτοκτονεί μην τυχόν και πεθάνει! Γι’ αυτό οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται πια όλο πιο έντονες και πιο ασταθείς. Ο Μεθοριακός Κενός Εαυτός, μπορεί να εξιδανικεύσει και να «κολλήσει» κυριολεκτικά πάνω σ’ ένα άτομο που προσδοκά να του δώσει φροντίδα ή σ’ έναν ερωτικό σύντροφο ή σε μια ιδεοληψία ή σε μια σέχτα ή σε ένα πρόσωπο κύρους ή σε μια προγονοπληξία ή σε μια ποδοσφαιρική ομάδα ή ακόμη σε μια ναζιστική συλλογικότητα! Πολύ γρήγορα, όμως, περνά από την εξιδανίκευση στην υποτίμηση. Το άλλο άτομο δεν τον φροντίζει αρκετά, δεν νοιάζεται ή δεν τον αγαπά αρκετά, η ιδεοληψία του ήταν ψευδής, η σέχτα ήταν πολύ σεχταριστική, το ναζιστικό μόρφωμα εγκληματική οργάνωση κο.κ.).

Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη σ’ αυτή την εικόνα του Μεθοριακού Κενού Εαυτού, που προσπαθώ να σας περιγράψω. Είναι η σοβαρή διαταραχή της ταυτότητας, που εκδηλώνεται ως αστάθεια της εικόνας ή της αίσθησης του ίδιου του εαυτού. Θα μπορούσε άραγε έτσι να ερμηνευτεί η εθνομηδενιστική υστερία των τελευταίων χρόνων στον τόπο μας;  Αλλά και σ’ ένα βήμα παρακάτω, μήπως η απουσία ενός νέου Κοινωνικού Προτάγματος, ενός Οράματος για την κοινωνία από την ίδια την κοινωνία, δεν είναι και αυτό παρά συνέπεια της διαταραγμένης αίσθησης του εαυτού της;

Ο Μεθοριακός Κενός Εαυτός δεν ξέρει, ούτε ποιος είναι, ούτε τι θέλει!
Οι στόχοι, οι αξίες του, οι επαγγελματικές φιλοδοξίες,  το είδος των φίλων ακόμη και η σεξουαλική του ταυτότητα, η συναισθηματική διάθεση, αλλάζουν συνεχώς απότομα και δραματικά.

Το παραμικρό στρες μπορεί να μας τσαλακώνει άγρια, όλο και πιο συχνά. Και η δυσφορία εναλλάσσεται με το άγχος, το θυμό, τον πανικό και την απελπισία. Ο θυμός μας παίρνει φωτιά με το τίποτα! Δείτε λίγο τι γίνεται καθημερινά με την οδηγική μας συμπεριφορά! Δείτε τι γίνεται με τις στιχομυθίες στο διαδίκτυο και την συναφή επιθετικότητα, εκεί όπου το virtual προσωπείο παρέχει και μια σημαντική διευκόλυνση να κάνει και να λέει κανείς ότι γουστάρει! Δείτε τι γίνεται στις αίθουσες των δικαστηρίων, εκεί όπου διεξάγεται ο πόλεμος όλων εναντίων όλων με διακύβευμα μερικά φραγκοδίφραγκα για την εγκατάλειψη των οποίων ο ένας κατηγορεί τον άλλο.

Αλλά μήπως και η συμπεριφορά μας, γενικά, δεν είναι παρορμητική, απρόβλεπτη και έντονα αυτοκαταστροφική. Σκεφτείτε μόνον τον αριθμό των αυτοκτονιών στη χώρα για να μην συνυπολογίσουμε και τις απόπειρες αυτοκτονίας ή αυτοτραυματικές συμπεριφορές που είναι πια όλο και συχνές. Σκεφτείτε τη ραγδαία αύξηση των χρηστών ουσιών! Σκεφτείτε τη ραγδαία αύξηση των καταθλιπτικών διαταραχών για να ξαναπάμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε!

Ο Μεθοριακός Κενός Εαυτός είναι εδώ και όλα αυτά δεν είναι παρά η αντίδραση του στην εγκατάλειψη από τον ίδιο του τον ελάχιστο εαυτό, στην απόρριψη του από τον Άλλο ή στην πιθανότητα να επωμισθεί ευθύνες.
          
Γι’ αυτό και ακούγεται όλο και πιο έντονα, στις ιδιωτικές μας κυρίως συναναστροφές, ένα συχνά βουβό παράπονο για χρόνια αισθήματα κενού και βαθιάς μοναξιάς.

Η Ψυχολογία και η Ψυχιατρική προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτήν την πραγματικότητα, ή με φάρμακα ή προτάσσοντας ένα δόλωμα: Να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας, αντί για τον κόσμο! Αν δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, άλλαξε τουλάχιστον την οπτική σου γι’ αυτόν, λένε οι θεραπευτές και πετούν την μπάλα από το γήπεδο των κοινωνικών αιτίων στην εξέδρα των ιδιωτικών  ψυχολογικών προβλημάτων.

Αλλά τι σημαίνει άλλαξε την οπτική σου; Σημαίνει να μην αμφισβητείς ανοιχτά τους κυρίαρχους θεσμούς ή τις πολιτικές ελίτ! Σημαίνει να κοιτάξεις να τονώσεις την τσεκουρεμένη αυτοπεποίθηση του Μεθοριακού Εαυτού σου, ώστε να τα βγάζεις πέρα στο σχολειό, να πηγαίνεις στην ώρα σου στη δουλειά, να αποκτήσεις τεχνικές για μείωση του άγχους, να παλεύεις τη μια μέρα μετά την άλλη και κυρίως: να αγνοείς κάθε σημάδι ότι κάτι έξω από τον Εαυτό σου είναι λάθος! Να αγνοείς το γεγονός ότι όταν εκατομμύρια ανθρώπων έχουν παρόμοια «προσωπικά προβλήματα», τότε τα προβλήματα δεν είναι «προσωπικά», αλλά κοινωνικά! Δηλαδή συναρτώνται με το ανθρωπολογικό πρότυπο που συστήνει την εν λόγω κοινωνία!

Τι φταίει λοιπόν; Ποιά είναι τα αίτια και ποιά η πιθανή θεραπεία τους; Τι μας «αρρωσταίνει;». Και πώς θα «έρθουμε στα συγκαλά μας;». Φταίει το υποκείμενο που συστήνει τη συλλογικότητα ή η συλλογικότητα οδηγεί σε νοσηρότητα το υποκείμενο; Κολόμπους έγκ, που λένε και στην Κρήτη! Και τα δυό! Το ένα γεννάει και τροφοδοτεί το άλλο!
Είπα στην αρχή ότι θα κάνω πως έχω ξεχάσει ότι βρίσκομαι σε μια ημερίδα για τον Ελληνικό Κοινοτισμό. Τώρα ήρθε η ώρα να το θυμηθώ. Γιατί η αλήθεια είναι ότι καθώς επιχειρεί κανείς μιαν ανατομία των αιτίων της κρίσης του Υποκειμένου του δυτικού πολιτισμού, σκοντάφτει ξανά και ξανά στα ελλείποντα συστατικά του δυτικού υποδείγματος, τα οποία όμως –ω του θαύματος- βρίσκονται σε περίσσια στο υπόδειγμα της Ελληνικής Κοινότητας.

Θα σταθώ μόνο σε ένα, εντελώς ενδεικτικά, αλλά κρίσιμο χαρακτηριστικό στοιχείο. Την Οικογένεια. Θεωρώ μάλιστα πως η οικογένεια και  η Εργασία, εννοώ η κοινωνική θέσμιση της Οικογένειας και της Εργασίας, είναι τα πιο κρίσιμα δομικά στοιχεία στη συγκρότηση του Μεθοριακού Εαυτού και στην ανάλυση τους είναι πολύ εύκολο να διαφανούν τα θεραπευτικά εκείνα συστατικά που θα μπορούσε να συνεισφέρει η Ελληνική Κοινότητα.
Θυμάμαι, λοιπόν, ακόμη τη μητέρα μου να περιγράφει τα παιδικά της χρόνια σ’ ένα μικρό χωριό της Κρήτης, όταν επέστρεφε ο πατέρας της από τη δουλειά, πως αρκούσαν να ακουστούν τα βήματα του στο πλακόστρωτο και έπεφτε αμέσως, στο σπίτι, άκρα του τάφου σιωπή! Αντιλαμβάνομαι ότι για πολλούς αυτή η εικόνα παραπέμπει κατ’ ευθείαν σε στερεότυπα κυριαρχικής πατρικής φιγούρας, ενός αυταρχικού πάτερ φαμίλια, ενός πατέρα αφέντη, γεγονός που πυροδοτεί αυτόματα τα εξαρτημένα ανακλαστικά του προοδευτισμού 
μας!

Όμως, μήπως ακριβώς αυτή η διάλυση της εξουσίας-αυθεντίας της οικογένειας, μήπως αυτός ο μαρασμός της οικογενειακής ζωής, άφησε τελικά  ελεύθερο το πεδίο για την ανάπτυξη ενός εξωοικογενειακού δεσποτισμού;

Μήπως αντικαταστήσαμε την «εξουσιαστική οικογένεια», με την αυθεντία των ειδικών στην ανατροφή των παιδιών;              

Κι’ αν ο Φρόυντ είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι «η αυτονομία εδράζεται στην έντονη συναισθηματική ταύτιση με τους γονείς και έρχεται έπειτα από τρομερούς αγώνες για να ξεπεράσουμε την κατωτερότητα και την εξάρτηση», μήπως ακριβώς αυτή εξασθένιση της πατρικής φροντίδας, ο περιορισμός της σύγκρουσης πατέρα και παιδιού, καθιστά πολύ πιο δύσκολο για το παιδί να γίνει αυτόνομος ενήλικος;

Μήπως η εμμονή που έχει εγκατασταθεί ήδη και στον συλλογικό ψυχισμό των νεοελλήνων σε σχέση με την αθωότητα και το ευάλωτο της παιδικής ηλικίας, μήπως αυτή η εμμονή,  υποκινεί μια όλο και αυξανόμενη μανία σε σχέση με την ανατροφή του παιδιού και ιδιαίτερα σε σχέση με την επιρροή που ασκεί η μητέρα στην ανάπτυξη του;

Μήπως αυτή εμμονή της μητριαρχικής φροντίδας στο παιδί, βρίσκεται πίσω από τον δραστικό περιορισμό του αριθμού των απογόνων, αφού επιζητείται πλέον να απολαμβάνουν όλα τα μέλη της οικογένειας, όλο και περισσότερα καταναλωτικά αγαθά;  

Μήπως έτσι, η παλιά διευρυμένη οικογένεια με τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τα σόγια που όλοι μας τόσο περιφρονήσαμε στην εφηβεία μας, μήπως έτσι αυτός ο τύπος οικογένειας υποχωρεί, μπροστά στην επέλαση της εσωστρεφούς, ιδιωτικής συζυγικής μονάδας;

Μήπως έτσι, η λατρεία της οικογενειακής ζωής, γύρω από την τηλεόραση, αλλά και όλο το πλαίσιο όπως προαναφέρθηκε, δίνει στη γυναίκα/μητέρα όλο και περισσότερο έλεγχο πάνω στην οικογένεια;

Μήπως τελικά, η γυναίκα/μητέρα ελέγχει και κηδεμονεύει το σπίτι έτσι που, πολύ συχνά, προβάλλεται στον παιδικό ψυχισμό ως το κυρίαρχο αρσενικό; Δεν έχει δα και καμιά σημασία αν η κηδεμονία ασκείται κάτω από ένα γλυκερό κατευναστικό προσωπείο ή αν φτάνει μέχρι και να επιδεικνύεται με τον πλήρη ευνουχισμό του συζύγου. Το ισχυρό πρότυπο που καταγράφεται στην παιδική βιωματική εμπειρία είναι η κυριαρχική λειτουργία του θηλυκού. Η μητέρα θα θέσει, με αυστηρότητα, τα όρια στην παιδική και εφηβική ελευθεριότητα και ο πατέρας θα «τρυφερέψει», με αγκαλιές και χάδια, τα πληγωμένα παιδιά του. Οι ρόλοι θα αντιστραφούν! Κι έτσι, κανένα Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, κανένα σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, δεν «αφήνεται» να κάνει τη φροϋδική δουλειά του. Άλλωστε, ο ίδιος ο ΓΑΠ (ο Γιωργάκης) υπήρξε αποτέλεσμα αυτού του οικογενειακού προτύπου!

Ένα είναι βέβαιο: Η παλιά αλάνα των συγκρουσιακών παιχνιδιών, η γειτονιά, η ανοιχτή ευρεία οικογένεια, με δυό λόγια η Αυτορυθμίζουσα Ελληνική Κοινότητα, υποχώρησε δραστικά και αντικαταστάθηκε από την περίκλειση, «δεμένη» δήθεν, οικογένεια! «Δεμένη», βέβαια, μόνο στο ότι οι γονείς «δένουν» τις δικές τους ανεκπλήρωτες ανάγκες στο λαιμό των παιδιών τους, όμως...με πολύ αγάπη! Αλλά όποιος δεν γδάρει τα γόνατα του στην κοινοτική αλάνα, δεν έχει γόνατα να σηκωθεί όταν θα τον πλακώσει το βάρος της ενηλικίωσης.

Όμως υπάρχει ένας ακόμη πιο σοβαρός ρόλος που ανατίθεται προνομιακά στη γυναίκα/μητέρα του δυτικού υποδείγματος οικογένειας!   
Όσο η (παλαιότερη) πατρική αυθεντία υποχωρεί και περιορίζεται στην άσκηση της εργασίας και ενδεχομένως στη συναισθηματική στήριξη των παιδιών απέναντι σε μια κυριαρχική και εξουσιαστική μητέρα, τόσο η γυναίκα/μητέρα θα αναζητήσει και νέα στηρίγματα στην άσκηση της κυριαρχίας της στην οικογένεια. Πρόκειται για το Θεραπευτικό κράτος (και παρακράτος στην νεοελληνικά πραγματικότητα) για να χρησιμοποιήσω τον όρο των Φίλιπ Ρίφ και Νίκολας Κίτρι. 

Όπως σωστά παρατηρεί ο Κρίστοφερ Λας «οι γυναίκες καλωσόρισαν την αντικατάσταση της μαμής στη γέννα από τους γιατρούς. Ο επαναπροσδιορισμός της εγκυμοσύνης ως ασθένειας, που χρήζει ιατρικής παρέμβασης, βοήθησε τις γυναίκες στην εκστρατεία τους υπέρ της εθελούσιας μητρότητας ρίχνοντας το κόστος της εγκυμοσύνης στους άντρες τους –όχι μόνο το χρηματικό κόστος αλλά και το συναισθηματικό κόστος της εισβολής του γιατρού στην κρεβατοκάμαρα, τον σφετερισμό εκ μέρους του των σεξουαλικών προνομίων του συζύγου. Γιατροί, ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί, παιδικοί σύμβουλοι, και άλλοι ειδικοί ειρωνεύονταν το μητρικό ένστικτο, την οικιακή θεραπεία και τις εμπειρικές μεθόδους, υποστηρίζοντας την αντικατάσταση της λαϊκής παραδοσιακής σοφίας των γυναικών από νέες τεχνικές που βασίζονται στην επιστήμη και είναι κατανοητές μόνο από αυτούς που είναι ειδικοί. Συμμαχώντας με τα επαγγέλματα παροχής βοήθειας, συνεχίζει ο Κρίστοφερ Λας, οι γυναίκες βελτίωσαν τη θέση τους στην οικογένεια, μόνο για να πέσουν σε ένα νέο είδος εξάρτησης. Την εξάρτηση του καταναλωτή από την αγορά και από τους παρόχους εξειδικευμένων υπηρεσιών ,όχι απλώς για την ικανοποίηση των αναγκών τους, αλλά και για τον ίδιο τον ορισμό των αναγκών τους

Έτσι ακριβώς συνέβη και στην μεταπολιτευτική νεοελληνική κοινωνία. Οι πασοκικές κυβερνήσεις, αλλά και οι μισθωτοί έντυποι και τηλεοπτικοί «κονδυλοφόροι» τους, πρόσφεραν και με το παραπάνω στη γυναίκα το νέο είδος εξάρτησης που καθόριζε πλέον ακόμη και τις ίδιες τις ανάγκες της.
Η σεξουαλική απελευθέρωση της Ελληνίδας στη μεταπολίτευση, κινήθηκε σε δυο άξονες: την ιατρικοποίηση της σεξουαλικής πράξης αφενός και στη απέραντη εκλαϊκευμένη, δήθεν επιστημονική, φλυαρία για το θέμα. Ο σεξολόγος δρ. Ασκητής από τη μια μεριά και το Κλίκ/Νίτρο από την άλλη.
Το δε πιο εξωφρενικό είναι (όπως παρατηρεί εύστοχα και ο Μισέλ Φουκώ) ότι «θεωρήσαμε όλοι πως λέγοντας ναι στο σεξ, λέγαμε όχι στην εξουσία»! Μα η πολιτική και οικονομική ελίτ έκανε απλά τη δουλειά της.

Εκείνο που δεν πήραμε χαμπάρι είναι ότι η έκθεση της σεξουαλικής ζωής στην επιτήρηση της επιστήμης και στις συμβουλές των περιοδικών, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας όχι για την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, αλλά για την ορθολογικοποίηση του συναισθήματος.

Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, η Λογική αναγορεύεται σε νέα θρησκεία και η οικονομική αποτελεσματικότητα (με κάθε μέσο και κόστος) σε Θεό. Το συναίσθημα κηρύσσεται ως ανορθολογισμός και ορίζεται σαν η μέγιστη αμαρτία της νέας θρησκείας. Το νέο ιερατείο που αναλαμβάνει την ιεραποστολή διάδοσης της νέας θρησκείας μέσα στην οικογένεια, δεν είναι άλλο από τη γυναίκα/μητέρα!
Εκείνη θα συμβουλεύσει το γιο της να είναι ανταγωνιστικός και «ξύπνιος» (και όχι σαν τον υποχωρητικό πατέρα του).
Εκείνη θα νουθετήσει την κόρη της να είναι «καπάτσα» και ευέλικτη, (για να μην καταλήξει «δούλα» όπως η ίδια)! Εκείνη θα  «ευνουχίσει» τα αρσενικά παιδιά συντηρώντας το ναρκισσιστικό πρότυπο του «κάθομαι σπίτι, κάνω μπάφους και παίζω pro»
Εκείνη θα ενσωματώσει στα νεαρά κορίτσια το τεχνητό πέος μιας αναίσθητης και πονηρής καπατσοσύνης!

Το οραματικό, δημιουργικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, η μεγάλη περιπέτεια της ίδιας της ζωής, θα καταδικαστεί στην κόλαση και οι μητέρες μας θα γίνουν οι ιέρειες της Λογικής.
«Μην σκέφτεσαι ότι αισθάνεσαι, για να μπορέσεις να υπάρξεις» θα είναι το νέο οικογενειακό μότο, κι ύστερα θα ψάχνουμε ψυχολόγους για να μας βοηθήσουν να «είμαστε ο εαυτός μας»!

Στη θέση των παλαιών κανόνων ηθικής της κοινότητας, αυτό που σωστά λέγεται Κοινοτική Αρετή, που ρύθμιζε (καλώς ή και κακώς) την κοινωνική λειτουργικότητα, εμφανίζεται τώρα μια νέα μέθοδος κοινωνικής πειθαρχίας. Πρόκειται για ένα σύνολο ιατρικών και ψυχολογικών κανόνων απαλλαγμένων πλήρως από κάθε είδους ηθικά ερωτήματα.

Για το αξιακό σύστημα της μεταπολίτευσης δεν υπάρχει κανένα ηθικό πρόβλημα αν κανείς δωροδοκείται, ενώ υπάρχει μείζον ψυχολογικό ζήτημα αν κανείς έχει πρόωρη εκσπερμάτιση!
Προφανώς, για τον γυναικείο οργασμό δεν τίθεται θέμα, όχι μόνο γιατί ποτέ δεν μπορεί να πιστοποιηθεί πρακτικά, αλλά και γιατί μοιάζει να είναι το εύλογο τίμημα που η γυναίκα θα καταβάλλει, έναντι του προνομίου της κυριαρχίας που ασκεί στην οικογένεια.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται αυτό που ονομάσαμε προηγούμενα Θεραπευτικό κράτος. Οι γιατροί, οι εγκληματολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ψυχίατροι, οι ψυχολόγοι, οι παιδαγωγοί, οι σύμβουλοι γάμου, οι ειδικοί της παιδικής ανάπτυξης, οι παιδίατροι, οι δικαστές σε δικαστήρια ανηλίκων, εν συντομία το σύγχρονο σύστημα κοινωνικής εξομάλυνσης που δημιούργησε κατά βάσιν το ΠΑΣΟΚ – κυβέρνησαν την μεταπολιτευτική κοινωνία «με βάση όχι το δίκαιο αλλά την τεχνική, όχι τον νόμο αλλά την ομαλοποίηση, όχι τον κολασμό αλλά τον έλεγχο», όπως θα ορίσει πάλι ο Κρίστοφερ Λας.
 
Το Θεραπευτικό Κράτος επιχείρησε να υποκαταστήσει- με τραγικά αποτελέσματα- την εγγενή θεραπευτική λειτουργία της μικρής κλίμακας. Της κοινότητας.
Φτιάξαμε έναν «πατερναλισμό» χωρίς πατέρα. Όπως κάποιοι, κατ’ αναλογία, έναν Χριστό που δεν προσδιορίζεται σαν γιος του Πατέρα, αν θέλετε να κάνω και έναν θεολογικό υπαινιγμό.

Η ανάλυση μας μπορεί να πάει και λίγο παρακάτω:
Αν η οικογένεια είναι το πρώτο βήμα πολιτικοποίησης του ανθρώπου, μέσα από τις διαδικασίες συλλογικής/δημοκρατικής ή αυταρχικής λήψης των αποφάσεων της, αντιλαμβάνεται κανείς ποιά είναι η σχετική βιωματική εμπειρία των παιδιών που μεγάλωσαν μέσα σε μια στρεβλή οικογενειακή δομή. Μια περισσότερο ή λιγότερο φανερά κυριαρχική μητέρα, ένας υποτονικός ή απών πατέρας και μια πλειάδα ειδικών εντεταλμένων του θεραπευτικού (βλέπε εξουσιαστικού) κράτους, που διαμόρφωσαν νέες μορφές εξάρτησης και αποθάρρυναν εν τέλει τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή.

Το συμπέρασμα είναι ότι αυτή η εξέλιξη διάβρωσε τον παλαιότερο μηχανισμό λαϊκής συμμετοχής και επαναστατικότητας, την οικογένεια! Λες και οι «διευθυντές» του Θεραπευτικού κράτους, οι έντυποι και τηλεοπτικοί προωθητές/διακινητές των δήθεν απελεύθερων αντιλήψεων αλλά και οι μητέρες, σε μιαν ιδιότυπη συμμαχία, «εξημέρωσαν» μιαν κοινωνία που βρισκόταν (εδώ και αιώνες) σε διαρκή αντίσταση και την οδήγησαν σε βαθιά κρίση ταυτότητας, διαμορφώνοντας στην αρχή τον Ναρκισσιστικό Ελάχιστο Εαυτό και στη συνέχεια τον Μεθοριακό Κενό Εαυτό.

Και να με συγχωρούν οι παρούσες μητέρες αν νοιώθουν πως με κάποιο τρόπο τους επιτίθεμαι, αλλά η κριτική μου σκοπεύει στη σωτηρία των παιδιών τους, οπότε ελπίζω ότι θα δείξουν κατανόηση.

Για να επανέλθω στην εικόνα της μητέρας μου, από την επιστροφή του πατέρα-αφέντη στο σπίτι, νομίζω ότι αν απαλλαγούμε από τους, δήθεν, προοδευτικούς μυωπικούς φακούς μας, δεν μπορούμε παρά να δούμε ότι η σταδιακή διάβρωση της πατρικής φιγούρας και ο μαρασμός της παλιάς ευρείας οικογένειας –στοιχεία και τα δυο της Ελληνικής Κοινότητας- όχι μόνο δεν απελευθέρωσε το νεοελληνικό άτομο από εξωτερικούς καταναγκασμούς, αλλά το υποδούλωσε σε νέες δουλείες, ενώ ταυτόχρονα εξασθένησε τη θέληση του για αντίσταση και αυτονομία. Εδώ, ίσως να βρίσκεται και η απάντηση στο μεγάλο ερώτημα της παθητικοποίησης και αδράνειας της κοινωνίας μας, απέναντι στην κρίση και τις συνέπειες της.

Το ναρκισσιστικό νεοελληνικό άτομο της μεταπολίτευσης που βρισκόταν εγκλωβισμένο στην παγίδα του αυτονόητου δικαιώματος, το άτομο που θεωρούσε ότι μπορεί να έχει ότι θελήσει, οι «μη προνομιούχοι», αλλά και το σημερινό μεταιχμιακό άτομο της κρίσης (η άλλη όψη του διαταραγμένου νεοελληνικού «νομίσματος»), ο αγανακτισμένος που απαιτητικά αγανακτεί αλλά μετά παθητικοποείται, ο υπεύθυνος ρεαλιστής και υποστηριχτής των Μνημονίων, αυτός που ζει υπό την συνεχή απειλή και φόβο του «μην τυχόν», αυτός που διαρκώς εγκαταλείπει μην τυχόν και εγκαταλειφθεί, έχουν τις γενεσιουργές τους αιτίες (μεταξύ των άλλων) και στο πρότυπο οικογένειας που αναλύθηκε προηγούμενα.
Στην με τραγικό τρόπο, αντικατάσταση της ευρείας οικογένειας, ως κυττάρου της Ελληνικής Κοινότητας, από την περίκλειση οικογένεια μιας παρακμιακής κοινωνίας.
Στην με τραγικό τρόπο υποκατάσταση της θεραπευτικής λειτουργίας της Κοινότητας των Προσώπων, από τους άγαρμπους, απρόσωπους, μηχανισμούς του θεραπευτικού κράτους.

Κάποια στιγμή, θα άξιζε να αναλυθεί η επίδραση αυτής της αντικατάστασης στο εργασιακό ήθος και στην αξία της παραγωγής και της δημιουργίας ή στην θεατρικότητα της πολιτικής και στον θεαματικό χαρακτήρα της καθημερινότητας ή στην βιομηχανία της διασκέδασης ή στο αδήριτο πρόταγμα της πάση θυσία αποτελεσματικότητας ή στον μετασχηματισμό της εργασιακής/οικονομικής μονάδας ώστε να εκπληρώσει  αυτή το ρόλο της οικογένειας που διαλύεται (ο εργοδότης/πατέρας) ή στην μεταμόρφωση του έρωτα σε πεδίο ανελέητων συγκρούσεων κ.ο.κ.

Τελειώνοντας, ήθελα να σας πω ότι είχα την τύχη να μελετήσω μια από τις πιο καταξιωμένες -στις ΗΠΑ τουλάχιστον- ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Την Προσωποκεντρική Προσέγγιση του Carl Rogers. Ομολογώ ότι εξ’ αρχής με είχε εντυπωσιάσει ακόμη και ο ίδιος ο τίτλος της προσέγγισης αλλά και το γεγονός πως ο Rogers μιλούσε με πάθος για την τεράστια σπουδαιότητα της θεραπευτικής σχέσης. Αρκεί, λέει ο Rogers, ας το πω κάπως απλουστευτικά, αρκεί μια γνήσια σχέση για να θεραπεύσει!

Θέτει λοιπόν έξι αναγκαίες αλλά και ικανές συνθήκες που πρέπει να ισχύουν για να επιτευχθεί θεραπευτικό αποτέλεσμα στο πλαίσιο μιας θεραπευτικής σχέσης.
1η Συνθήκη: Δύο πρόσωπα βρίσκονται σε πραγματική ψυχολογική επαφή μεταξύ τους, υποδηλώνοντας με την έννοια ψυχολογική επαφή την αμοιβαία και εντατικά βιωμένη σχέση.

2η  Συνθήκη: Το ένα από τα δύο πρόσωπα βρίσκεται σε κατάσταση ασυμφωνίας, δηλαδή κάποιες από τις εμπειρίες του ή τις συμπεριφορές του αν θέλετε, δεν εντάσσονται, δεν συνάδουν, με την εικόνα που έχει για τον εαυτό του. Συνακόλουθα, διακατέχεται από άγχος και ένταση. Βρίσκεται δηλαδή κάτω από το καθεστώς μιας ψυχικής δυσλειτουργίας ή διαταραχής.

3η  Συνθήκη: Το άλλο πρόσωπο, ο θεραπευτής είναι αυθεντικό στη σχέση του με τον απέναντι Άλλο, δίχως μάλιστα να είναι απαραίτητο να είναι γενικώς αυθεντικός, αλλά μόνο στις εμπειρίες που συνδέονται στη σχέση του με τον Άλλο.

4η  Συνθήκη: Ο θεραπευτής βιώνει ανεπιφύλακτη θετική αναγνώριση για το σύνολο των εμπειριών του Άλλου. Αποδέχεται δηλαδή τον Άλλο έτσι όπως είναι, χωρίς να συνδέει την αποδοχή με την εκπλήρωση συγκεκριμένων όρων. Αποδέχεται όλες τις εμπειρίες του Άλλου ως αναπόσπαστα στοιχεία του Προσώπου του. Και βέβαια, η ανεπιφύλακτη αυτή θετική αναγνώριση, δεν αφορά στην συμπεριφορά και στη δράση του Άλλου, αλλά στα βιώματα του. Δεν είναι αποδοχή άνευ ορίων, είναι άνευ όρων! Προφανώς, η άνευ όρων αποδοχή, δεν συνιστά επίσης αδιαφορία ή επιβράβευση με την έννοια της αξιολόγησης. «Μόνον έτσι, ορίζει ο Rogers, έρχεται ο Άλλος σε θέση να αναγνωρίσει τα πραγματικά του συναισθήματα και να τα βιώσει, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση αυτών, αλλά και χωρίς να φοβάται την απώλεια της εκτίμησης του θεραπευτή». Μόνο έτσι, δεν είναι ανάγκη να δείχνει ο Άλλος κάποιος Άλλος απ’ αυτόν που είναι!
«Αγαπώ κάποιον, θα πει ο Rogers, όπως αγαπώ ένα ηλιοβασίλεμα. Τι να πω δηλαδή, είναι λίγο το μώβ στην πάνω δεξιά γωνία, είναι πολύ το πορτοκαλί κάτω αριστερά;»

5η  Συνθήκη: Να βιώνει ο θεραπευτής ενσυναισθητική κατανόηση για τα συναισθήματα και το νόημα που αποδίδει σ’ αυτά ο Άλλος. Ενσυναίσθηση δεν σημαίνει ταύτιση ή συμπόνια. Η συμπόνια απλά απενοχοποιεί και εν τέλει απομακρύνει, περίπου όπως και η φιλανθρωπία. Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα, η ευαισθησία, να μπαίνει κανείς στα παπούτσια του Άλλου, δίχως να χάνει τον δικό του βηματισμό. Η ικανότητα να νοιώθει τον Άλλο, χωρίς να χάνεται ο ίδιος. Ο θεραπευτής είναι το φανάρι στο χέρι του ανθρακωρύχου Άλλου που θέλει να δει στο σκοτεινό μέσα του. Το που και αν θα φωτίσει το φανάρι είναι απόφαση του ανθρακωρύχου.

6η Συνθήκη: ο Άλλος βιώνει, τουλάχιστον υποτυπωδώς, την ανεπιφύλακτη θετική αναγνώριση, την ενσυναίσθηση και τη γνησιότητα του Θεραπευτή.

Οι συνθήκες αυτές περιγράφουν μιαν ατμόσφαιρα που μπορεί να δημιουργείται ανάμεσα σε δυο ή περισσότερα πρόσωπα, έτσι ώστε και οι διαπροσωπικές σχέσεις προωθούνται, αλλά και η θεραπευτική σχέση έχει θεαματικά αποτελέσματα.

«Όταν εκπληρώνονται οι συνθήκες αυτές τότε συντελούνται αλλαγές και στα δύο πρόσωπα και μάλιστα σχεδόν από μόνες τους», θα επισημάνει ο Rogers. Ή αλλιώς «όταν επιτρέπω σε ένα άλλο πρόσωπο να με κατανοήσει πραγματικά, αλλάζω μέσα απ’ αυτήν την κατανόηση».

Δεν ξέρω γιατί, αλλά με τον κίνδυνο να φανώ αφελής θα το μοιραστώ μαζί σας: από την πρώτη φορά που συνάντησα αυτές τις 6 θεραπευτικές συνθήκες του Rogers, έως και σήμερα, έχω πάντα μιαν αίσθηση πως μέσα απ’ αυτές συναντώ, ξανά και ξανά, τη γιαγιά μου. Τη γιαγιά μου, στην μικρή κοινότητα του χωριού μου στην Κρήτη, τη γιαγιά μου την  μπολιασμένη μ’ εκείνο το βαθύ πνεύμα κοινοτικής ανθρωπιάς. Και νομίζω πως την θυμάμαι να εκπληρώνει, στις σχέσεις της με όλους τους Άλλους, σταθερά και αταλάντευτα, και τις 6 αυτές θεραπευτικές συνθήκες. Κι ύστερα, βάζω με το νού μου, κι άλλους ανθρώπους του καιρού της, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, προφανώς ανεπίγνωστα, τούτες τις συνθήκες πολεμούσανε να στηρίξουνε μέσα τους. Έτσι, λες και είχανε αναλάβει θεραπευτές ο ένας του Άλλου και ο Άλλος του ενός!

Η συντροφικότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό που αποδίδει στον κοινοτισμό ο Καραβίδας. «Δηλαδή, όπως εύστοχα διαπιστώνει ο Σπύρος Κουτρούλης, η δυσκολία των καταστάσεων και η σπανιότητα των αγαθών οδήγησε τους Έλληνες να ξεπεράσουν τον άκρατο ατομικισμό τους, ώστε ο καθένας να αισθάνεται τον άλλο ως μέρος του εαυτού του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο έσχατος γίνεται πρώτος και γίνονται κατανοητές συμπεριφορές που υπό άλλες συνθήκες είναι άμεσα καταδικαστέες. Ο άνθρωπος διασώζει την ύπαρξη του, αφού την προσφέρει στην κοινότητα.»

Ο Καραβίδας αναφέρει μάλιστα το περιστατικό όπου ένας απλός αγγελιοφόρος αποκάλεσε τον Καραϊσκάκη «γύφτο και κερατά» και αυτός αντί να τον τιμωρήσει τον αγκάλιασε και τον φίλησε! Τί διαφορετικό επικαλείται, μα την αλήθεια, η ροτζεριανή ψυχοθεραπευτική προσέγγιση;
Δεν ισχυρίζομαι, με όλα αυτά, πως τα απομεινάρια της Ελληνικής κοινότητας του ’60 ή του ’70 είχαν την αυτόματη λύση για όλα ή πως μια νοσταλγική μετεκκένωση της κοινοτικής δομής των αρχαίων ή μέσων χρόνων, μπορεί σήμερα να λύσει τον εσώτερο ταραγμό του Μεθοριακού Κενού Εαυτού. 

Όμως έχω την ατράνταχτη βεβαιότητα ότι η η θέσμιση της Ελληνικής Κοινότητας, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του 21ου αιώνα, μπορεί να αποτελέσει τον αδιαπέραστο φράχτη στην επέλαση του κενού που γυρεύει στανικά να πλημμυρίσει ολοσχερώς το μέσα μας και να μας αδειάσει πλήρως!

Η Ελληνική Κοινότητα μπορεί να είναι η κιβωτός διαφύλαξης του ολόκληρου, του καθ’ όλον, ανθρώπου εντός μας.  


ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
02.11.2014