Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΜΑΝΑ

Δεν έχει νόημα να σου χαϊδεύω πια τα λίγα που απέμειναν μαλλιά σου. Πώς μου καρφώθηκε αυτή η ανοησία, εμένα, που ορκιζόσουνα κρυφά σ’ ότι ονειρεύτηκες να γίνω…και πώς στριμώχτηκα τώρα έτσι σε τούτο το άθλιο κιτρινισμένο δωμάτιο με τις κουρτίνες της κακογουστιάς να κρέμονται ίσα ίσα για να σου κρύψουν το φως…

Δείτε τις πως κρέμονται, ίδια τα θαμπωμένα μαλλιά σου, ίδια οι παντιέρες που λατρέψαμε εγώ κι η γενιά μου… καλά μου τα ‘λεγες. Που ξανακούστηκε…ότι λατρέψαμε κάποτε τώρα να κρέμεται για να μας κρύψει το φως ;

Δεν έχει νόημα…να σου βαστώ το γυρτό σου κεφάλι. Τι ανταλλαγή κι’ αυτή… Εσύ που βάστηξες στην αγκαλιά σου το ανερμάτιστο βάρος της ξοδεμένης εφηβείας μου…πού να βρω χέρια τώρα να ζυγιαστώ με τα καθημερνά σου χαρίσματα;

Χαμένος πια για τα καλά στις τυφλές διαδρομές της προκοπής μου…Πώς να ζυγιαστεί μια κλεμμένη ώρα απ’ το κυνηγητό της βιωτής μου με τις δικές σου ολονύχτιες αγρύπνιες…

Κι είπα ύστερα να αφήσω στην άκρη τ’αγγίγματα. Δεν με συμφέρει τούτη ηζυγαριά. Να αφουγκραστώ να ακούσω τον πόνο που διαρρηγνύει κάθε γωνίτσα του αδυνατισμένου κορμιού σου…και φτάνει ως τα χείλη συμπυκνωμένη ζωή που παραιτείται…τα βροντάει όλα κάτω και φεύγει…"δεν αντέχω άλλο" μου λες…και εγώ ανόητος πιτσιρικάς…χρόνια τώρα…καμώνομαι τον καμπόσο και σου βαστώ σφιχτά το χέρι να μη φύγεις…

Κι αν φανούν σε λίγο όλοι ετούτοι οι ασπροντυμένοι δάσκαλοι του πόνου, όλοι οι εκπαιδευμένοι στην αναλγησία…τόσα χρόνια σπουδές στην απάνθρωπη απονιά που ονόμασαν επιστήμη…με την απόγνωση άγνωστη λέξη στα λεξικά τους…θα με βγάλουν στο προθάλαμο να μη δω την εικόνα σου κομμένη στα μικρά κομματάκια της μελέτης τους…

Ευκαιρία για τσιγάρο κι οι πινακίδες που κρεμούν στα πρόσωπα τους οι άλλοι επισκέπτες με τις ίδιες πάντα λέξεις…αγωνία…πόνος…απόγνωση.

Κι’ όλες μου οι γνώσεις, τα γιατροσόφια της φιλοσοφίας μου, οι έρωτες μου κι οι σπουδές μου στο θάνατο μια παρλαπίπα, μια φούσκα που σου σκάει μες στα μούτρα και μένεις έκθαμβος να σκουπίζεις τιςσταγόνες της…Τι να σου πω…στην παράκληση σου για τη λευτεριά του θανάτου…εγώ ο θιασώτης των καφενείων της ελευθερίας;

Φάε κάτι…έλα μια κουταλιά μονάχα…εσύ που χάρισες καζανιές ολάκερες φροντίδας…πάρε για αντίδωρο μια κουταλιά…μην μου τ’ αρνείσαι. Μην καταργείσαι πάλι…τούτη την ύστατη ώρα… να σε χαρώ, να γευτείς κάτι και συ σε τούτη την ατελεύτητη προσφορά σου…

Ήρθα πάλι μα κοιμόσουν…κι οι κουρτίνες σου‘κρυβαν πάλι το φως και το σιδερένιο κρεβάτι οξείδωνε το κορμί σου, σαν τα μάρμαρα μας που κουραστήκανε απ’ τη διαφθορά του αλλοτινού μας ήθους…κι οι νοσοκόμες σαχλαμαρίζανε με τους γιατρούς στους διαδρόμους…κι ένα πλαστικό δοχείο μάζευε, υπομονετικά, το υγρό των πνευμόνων ή των ματιών σου…δεν ξέρω.

Πήγα, έτρεξα για τις εξετάσεις…δεν γίνονται εδώ…πρέπει να πάτε στο τάδε νοσοκομείο…σας έγραψα κι επείγον…ευχαριστώ πολύ…ευχαριστώ ειδικά γι’ αυτό το επείγον. Θα ‘ναι έτοιμες την επόμενη βδομάδα…μου είπαν.

Τ’απόγευμα δεν ήρθα. Είχα δουλειά. Έτσι μου είπα να πω. Δεν άντεχα. Ξέρεις τώρα…άφηνα πάντα πράγματα για αύριο…δεν ήμουνα ποτέ  καλός στον προγραμματισμό…εσύ ξέρεις.

Τα χαράματα χτύπησε το τηλέφωνο. Ο πατέρας. Δεν ξέρω αν ξύπνησα.
Μα είδα το κρεβάτι σου άδειο…κι είπα πως έφυγες…κι όσο κι αν έψαξα δεν σε βρήκα.Είπαν πως έφυγες. Μα δεν είμαι πια πιτσιρικάς μητέρα. Κι είναι στιγμές που λαχταρώ να ακούσω το «γλυκό σου το παιδί» ή να σε δω κρυφά να δακρύζεις στο πρώτο γραφτό μου…μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο…καλό σου ταξίδι…

Συγγνώμη που δεν καταφέραμε να κάνουμε τα νοσοκομεία μας λίγο πιο ανθρώπινα, συγγνώμη που σου βάλαμε βηματοδότη χωρίς να υπάρχει λόγος, συγγνώμη που τα εφηβικά μου όνειρα τα διέψευσα πρώτος και καλύτερος εγώ, συγγνώμη που η επιστήμη του πολιτισμού μας αδιαφόρησε για το πόνο σου, συγγνώμη για τη νοσοκόμα που χαριεντιζόταν δίπλα στον πόνο σου,συγγνώμη για το λίγο μας…συγνώμη…συγνώμη… συγνώμη που δεν μάθαμε ακόμη, σαν πολιτισμός, να σεβόμαστε τον πόνο και τον θάνατο.

Ίσως γιατί δεν μάθατε παιδί μου, θα μου πεις, να σεβόσαστε τον έρωτα…Ίσως…


ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
12.05.2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άνευ όρων αποδοχή στα ανθρώπινα σχόλια που σέβονται τον Άλλο.