Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

ΦΤΟΥ ΚΙ' ΑΠ' ΤΗΝ ΑΡΧΗ



«ΦΤΟΥ ΚΙ’ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ»

«Είδες την νήσον όπου ανθεί η συκή, και η ελαία σγουρά απλώνει τα αργυρά της φύλλα;  ίδες την κόρην του Ηλίου και της Θαλάσσης, την μητέρα του σπόγγου, η οποία τίκτει σκύμνους, γεννά παλληκάρια και αντρέφει γίγαντες και βασιλείς του Πόντου; Την Κάλυμνον είδες. Είναι μία των Δωδεκανήσων»
ΣΚΕΥΟΣ ΖΕΡΒΟΣ


Μάλλον είναι γνωστό, αυτό που υπενθυμίζει η λαογραφία μας, πως η φράση «φτού κι’ απ’ την αρχή» έχει τις ρίζες της κάπου στα βυζαντινά χρόνια. Καθώς τελείωναν τα παιδιά την καλλιγραφία τους, έδιναν στο δάσκαλο την πλάκα, για να τη διορθώσει. Μετά τη διόρθωση ο δάσκαλος ζητούσε από τα παιδιά να την ξαναγράψουν. Επειδή όμως, πολλές φορές, δεν είχαν σφουγγάρι, έσβηναν την πλάκα με τα δάχτυλα, αφού προηγουμένως τα έφτυναν. Κάπως έτσι γίνεται όταν δεν έχεις σφουγγάρι. Πρέπει να «παραδώσεις», στον μαυροπίνακα της Ιστορίας, τους εσώτερους ζωογόνους χυμούς της ύπαρξης σου, να φτύσεις κατάμουτρα το λαθεμένο, να σβήσεις τα παλιά «λάθια»...κι ύστερα «φτού απ’ την αρχή», να ξαναγράψεις τη ζωή σου.

Παρ’ εκτός κι αν είσαι σφουγγαράς στην Κάλυμνο, σπογγαλιεύς για τους γραμματισμένους, κι έχεις περίσσια τα «σφουγγάρια» να γράφεις και να σβήνεις, όσο τραβάει η ψυχούλα σου, δίχως να χάνεις -που λένε- το σάλιο σου φλυαρώντας.  Κάπως έτσι, σε μιαν εποχή όχι και τόσο μακρινή, κάπου με το τέλος του πολέμου, η Κάλυμνος, με τα «σπόγγινα σβηστήρια» της, πέρασε υπό αγγλική στρατιωτική διοίκηση.  Τον Μάϊο του 1945 στάλθηκε διοικητής στο νησί, ένας έφεδρος λοχαγός και οικονομολόγος ονόματι Pike. Κάτι πήρε το εκλεπτυσμένο εγγλέζικο αυτί του για κοινότητες, δημογεροντίες και τα τοιαύτα -ανήσυχο γαρ πάντα το βρετανικό πνεύμα- και ζήτησε να ενημερωθεί τι είν’ όλα αυτά τα «μοντέρνα». Πώς συστήνεται, τι είναι και πώς διοικείται η Δημογεροντία, που είχε στο αναμεταξύ ανασυσταθεί με την άφιξη των Γερμανών (5.10.1943). Ακούγοντας τον Κανονισμό δεν πίστευε στ’ αυτιά του, τόσο που αναρωτήθηκε αν ήταν σωστή μετάφραση των όσων άκουγε. Όταν επιτέλους βεβαιώθηκε ότι η μετάφραση ήταν ορθή,  δήλωσε προβληματισμένος: «Ανήκω στο Εργατικό κόμμα και είμαι μάλιστα υπεύθυνος για την οργάνωσή του στην περιοχή μου. Το πρόγραμμά μας, αν κερδίσουμε τις εκλογές, είναι να εφαρμόσουμε στη Βρετανία, όσα εφαρμόζονται στο μικρό αυτό νησί ήδη από τον περασμένο αιώνα. Ευχαριστώ θερμά για τη χαρά που μου δώσατε!». Πάντα ευγενείς οι Βρετανοί...

Τί είδε λοιπόν στην μικρή Κάλυμνο ο Βρετανός και δεν «έκανε το Κινέζο;»

Κάθε χρόνο, στις 26 Δεκεμβρίου, εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία η Δημογεροντία της Καλύμνου (έως 12 άτομα), η οποία κάνει άριστη χρήση του μεγάλου πλούτου που φέρνει στο νησί η σπογγαλιεία. Με την πάροδο των χρόνων, αναπτύσσεται μια αξιοζήλευτη βαθιά αμεσοδημοκρατική τοπική αυτοδιοίκηση. Κύριοι σταθμοί στην εξέλιξη της είναι: Η ψήφιση σε Λαϊκή Συνέλευση στην εκκλησία του Χριστού(Μητρόπολη), την 1η Μαρτίου 1884, του «Κανονισμού λειτουργίας της Σπογγαλιείας και των καταδυτικών μηχανών». Αποτελείται από 43 άρθρα, φέρει 475 υπογραφές και θεσπίζει(1869) πρωτόγνωρους κανόνες εμπορικού και εργατικού δικαίου. Δέκα χρόνια αργότερα, στις 20 Δεκεμβρίου 1894, ψηφίζεται από τη Γενική Λαϊκή Συνέλευση, ο Κανονισμός Δημογεροντίας της Καλύμνου, ένα είδος τοπικού Συντάγματος, που κωδικοποιεί, επαυξάνει και βελτιώνει τα μέχρι τότε ισχύοντα. Ανάμεσα στα άλλα προβλέπει δωρεάν Παιδεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αποτελείται από 46 άρθρα και φέρει 475 υπογραφές.       

Στο άρθρο 2 του Κανονισμού, επαναλαμβάνω του έτους 1894 παρακαλώ και μάλιστα υπό οθωμανική κατοχή, διαβάζουμε: «Προκειμένου περί ζητημάτων θιγόντων τα ανέκαθεν καθιερωμένα και ανεγνωρισμένα προνόμια του τόπου, η Δημογεροντία κατά τα ανέκαθεν κεκανονισμένα ουδεμίαν αρμοδιότητα έχει, μόνος δε αρμόδιος είναι ο  Λαός της νήσου Καλύμνου, προς ον η Δημογεροντία οφείλει να αναφέρεται εν πάση τοιαύτη περιπτώσει και συμφώνως τη κοινή αυτού εγκρίσει ενεργεί νομίμως. Άλλως πάσα οιαδήποτε μονομερής πράξης της Δημογεροντίας θέλει είσθαι όλως άκυρος, οι δε παραίτιοι αυτής Δημογέροντες είτε και Δημοτικοί Σύμβουλοι θέλουσιν είσθαι υπεύθυνοι απέναντι του Λαού, θα παύωνται αμέσως τις θέσεων των, και θα εκλέγονται κατά τα κεκανονισμένα  υπό του λαού άλλοι αντ’ αυτών εν οιαδήποτε εποχή του έτους».

Με άλλα λόγια, το κράτος  επ’ ουδενί αυτονομείται από την κοινωνία. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι, κατά κανέναν τρόπο, ιδιοκτήτης του κράτους, αφού η Δημογεροντία «οφείλει με την κοινή έγκριση του Λαού να ενεργεί νόμιμα». Το κράτος δεν είναι «το μαγαζί του πατέρα τους». Το κράτος είναι το «μαγαζί» του Λαού.  Ο Λαός είναι ιδιοκτήτης του κράτους και συμπεριφέρεται και πράττει απέναντί του όπως αυτός γουστάρει. Και αυτό συμβαίνει διότι αναγνωρίζεται ως de facto δεδομένη η ωριμότητα, η ενηλικίωση, του Λαού.

Ως εκ τούτου, ο Λαός αποφασίζει αν θα δανειστεί ή όχι και πόσο. Ο Λαός αποφασίζει αν θα προσλάβει ή όχι προσωπικό και σε ποιές θέσεις. Ο Λαός  αποφασίζει ποιόν τομέα της οικονομίας θα αναπτύξει και πως. 

Ο Λαός αποφασίζει αν θα γίνει δρόμος, από που θα περάσει και πόσο θα κοστίσει, αν θα πληρώσει διόδια για να τον φτιάξει ή αν θα προσφέρει εθελοντικά «κοινοτικά μεροκάματα» για να τον ολοκληρώσει. Ο Λαός αποφασίζει πόσος θα είναι ο φόρος που δεν θα υπολογίζεται ανά ανθρώπινο κεφάλι (κεφαλικός φόρος) αλλά ανά συλλογικότητα με βάση την αρχή της αλληλεγγύης (βυζαντινό αλληλέγγυον). Ο Λαός εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό με τις σχετικές κατανομές των δαπανών, σύμφωνα με τις προτεραιότητες και τις ανάγκες που ο ίδιος θέτει, γιατί εκείνος ξέρει όσο κανείς άλλος τις ανάγκες του ή απλά γιατί έτσι κάνει κέφι. 

Ο  Λαός εγκρίνει και τον τελικό απολογισμό, και με βάση την εμπειρία του -από τον τρόπο που ο ίδιος αποφάσισε να ξοδέψει τα χρήματα και τους πόρους του- αναπροσαρμόζει το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα κάθε χρονιάς.

Το πολιτικό προσωπικό (και το σύστημα), δεν έχει απολύτως καμιά αρμοδιότητα για ζητήματα που θίγουν τα «ανέκαθεν καθιερωμένα και ανεγνωρισμένα προνόμια του τόπου». Το πολιτικό σύστημα ασχολείται μόνο με την καθημερινή διεκπεραίωση των υποθέσεων του Λαού, το πολύ-πολύ, ως καλός λογιστής. Δεν είναι ούτε manager, ούτε Δ.Σ. ανωνύμου εταιρείας. Όποιος απ’ το πολιτικό σύστημα το «παίξει» manager που αποφασίζει μονομερώς  οι πράξεις του θα είναι εκ των προτέρων άκυρες –ακόμη και αν είναι προς το κοινό συμφέρον- ενώ ο ίδιος θα είναι υπεύθυνος απέναντι στο Λαό και θα παύεται πάραυτα απ’ τη θέση του. Αμέσως δε, θα εκλέγεται άλλος στη θέση του, οποιαδήποτε εποχή του έτους κι αν είναι. Τελεία και παύλα. 

Ούτε αντιπροσωπεύσεις, ούτε κουραφέξαλα για πολίτες νήπια!

Και προφανώς δεν είναι τυχαίο ό,τι όλα ετούτα τα αμεσοδημοκρατικά, συντελούνται μέσα στην Εκκλησιά, κοντά στις μέρες των  Χριστουγέννων, όχι γιατί αυτό επιτάσσει κάποια μεσαιωνική θρησκοληψία, ούτε γιατί αυτό επιβάλλει το πρωτόκολλο μιας ευσεβίστικης ιερολαγνείας, αλλά απλά γιατί έτσι ιεροποιείται η πολιτική. 

Η Πόλις θεσμίζεται πέριξ -με κέντρο- το Ιερό και γι’ αυτό οι άνθρωποι-πολίτες «έχουν ιερό και όσιο».

Εδώ μένει έκπληκτος ο Άγγλος οικονομολόγος αλλά και ο νεοέλληνας ευρωπαίος εταίρος(sic) του. 

Είναι δυνατόν σήμερα, 120 χρόνια μετά, να χρειάζεται να επανεφεύρουμε ότι κατέχουμε ήδη-τουλάχιστον- από το τέλος του 19ου αιώνα; Μπορεί να είμαστε τόσο ανυποψίαστοι στην ιδέα πως ότι είναι ζητούμενο σήμερα, υπήρξε χθες βιωματική αλήθεια και σταθερή κατάκτηση του Λαού μας;  Μοιάζει λες και πασχίζουμε εδώ και δεκαετίες να φτιάξουμε σπίρτα, όταν ο παππούς μας έχει χαρίσει τον αναπτήρα(πυρόβολο τον λένε στην Κρήτη) που αυτός ανακάλυψε, αλλά εμείς δεν τον γουστάρουμε...επειδή δεν είναι bic...

Κάπως έτσι βρεθήκαμε, στους μνημονιακούς καιρούς, να παλεύουμε να ανάψουμε τα βρεγμένα σπίρτα μας, με εισαγόμενους αναπτήρες. Πώς να μην καούμε; Και πρέπει τώρα, φτου κι απ’ την αρχή, να αποφασίσουμε να αφήσουμε στην άκρη τα εύκολα bic μιας χρήσης, και με τα καμμένα μας ακροδάχτυλα να ψηλαφίσουμε την παραπεταμένη και ξεθυμασμένη  ίσκρα του προγονικού μας «πυρόβολου».

Να πιστοποιήσουμε, δηλαδή, ότι η δυτικότροπη αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν είναι τίποτα περισσότερο από «αιρετή τυραννία», αφού οδηγεί νομοτελειακά στην ανεξέλεγκτη αυτονόμηση των «αντιπροσώπων», «ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ». Άρα και η όποια -με τέτοιους όρους- συμμετοχικότητα του Λαού,  δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα καλοστημένο άλλοθι, ένα καρότο για την κοινωνία, όμοιο με το καρότο της υποκίνησης και της συμμετοχής στα κέρδη στις μονδέρνες θεωρίες του management. Το θεμελιώδες χάσμα, μεταξύ αυτού που αποφασίζει και αυτού που υφίσταται τις συνέπειες των αποφάσεων, διατηρείται -είτε χωρίς είτε με τέτοιου είδους συμμετοχή- αγεφύρωτο. «Οιαδήποτε μονομερής πράξης της Δημογεροντίας θέλει είσθαι όλως άκυρος», ορίζει ο Κανονισμός μας.

Να βεβαιώσουμε «αρμοδίως», ότι η κοινωνία δεν είναι απλά ένα άθροισμα μεμονωμένων ατόμων, οι οποίοι απλά ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια για να εκλέξουν αυτόν που θα αποφασίζει για λογαριασμό τους. Η κοινωνία δεν είναι μια κάποια σύμβαση συγκρουόμενων συμφερόντων, δεν είναι societas, δεν είναι εταιρεία. Η κοινωνία είναι αγαπητική συνύπαρξη ανθρωπίνων προσώπων. Η κοινωνία είναι ξεθέωμα και καθημερινό τρεχαλητό να βρεις γνησίως άκρη με την «μαλακία» του κάθε απέναντι Άλλου, αλλά και με τη δική σου. Είναι κατόρθωμα, η κοινωνία, δεν είναι ούτε high, ούτε low society. Και το κατόρθωμα αυτό μιας κοινωνίας ατόμων, είναι η κοινότητα των προσώπων. Έτσι, θα μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η τραγωδία της Αντιγόνης συγκινεί το δυτικό κοινό μόνο ως συναισθηματική σύγκρουση, όχι ως εξαντλητική άσκηση προσωπικής ελευθερίας έναντι του κράτους. Γιατί, η κοινωνική ελευθερία ως κατόρθωμα κοινωνίας και όχι ως ταξική συγκρουσιακή διεκδίκηση είναι ακατανόητη στην νεωτερικότητα. Και κοντεύει να γίνει ακατανόητη και για μας.

Αλλά έχουμε άραγε, έστω κάποια, υποψία του κληρονομικού μας «πυρόβολου»; Μπορούμε, έστω από κάποιες ενδείξεις, να ανιχνεύσουμε ότι πίσω απ’ τα μουτζουρωμένες μπουρδολογίες του σύγχρονου μαυροπίνακα μας, αχνοφαίνεται ακόμη ο Κανονισμός της Δημογεροντίας; Όχι ως λαογραφικό μουσειακό απομεινάρι, αλλά ως ζώσα βιωμένη πραγματικότητα «αληθούς» ζωής!

Να είναι άραγε αιτία αυτό, το κοινοτικό μας «μπόλιασμα», που μας κάνει συχνά-πυκνά περίπου αντιεξουσιαστές που υποστηρίζουν ότι αν οι εκλογές, αυτού του είδους «οι εκλογές, άλλαζαν τα πράγματα θα ήταν παράνομες»; Να είναι άραγε αυτό, το λησμονημένο κοινοτικό μας «τσακμάκι», που μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι «έτσι τίποτα δεν γίνεται» και στην άρνηση μας να συμμετάσχουμε με ενθουσιασμό στα κοινά μας πράγματα; Να είναι αυτό που γεννά την συχνά τυφλή μας επιθετικότητα ενάντια σε ένα κράτος που δεν είναι, δεν το νοιώθουμε δικό μας; Γιατί πώς μπορεί να είναι δικό μας ένα κράτος «κλεμμένο» από το αυτονομημένο-ανεξέλεγκτο πολιτικό σύστημα; Και γιατί η εγγενής νεοελληνική επιθετικότητα-περιφρόνηση ενάντια στο «δημόσιο χώρο», να μην είναι η ασύνειδη, απωθημένη ίσως, αντίδραση ενάντια στην κλοπή; Άλλωστε, αν παραμερίσει κανείς τα «Ραμφικά παραγγέλματα», μπορεί να αποδώσει την αυξημένη αποτελεσματικότητα του δυτικού κράτους στη γενέτειρά του Δύση, σε αντίθεση με τον τόπο μας, ακριβώς σε αυτό: ότι η ακαταμάχητη ισχύς του κράτους στη συνείδηση του δυτικού πειθαρχημένου νηπίου, επιτρέπει –για πόσο ακόμη(;)- μια κάποια θεσμική λειτουργικότητα, αντίθετα με ότι συμβαίνει στον ελλαδικό χώρο, όπου η ισχύς αυτή είναι εξασθενημένη λόγω του αμεσοδημοκρατικού κοινοτικού μοντέλου που προηγήθηκε. 

Με άλλα λόγια, είναι ριζικά διάφορη η νοηματόδοτηση που έχει στην αφετηρία της η ελληνική αντίληψη για το συλλογικό, από την αντίστοιχη νοηματοδότηση του κόσμου της νεωτερικότητας. Οπότε όταν οι δύο αντιλήψεις συγχέονται, τότε το κράτος «ιδιοκτησία της κοινωνίας», μπορεί να λεηλατείται με την ίδια πικρία, αυτοκαταστροφή αλλά και αθωότητα, που ένα παιδί  καταστρέφει το παιχνίδι που κάποτε ήταν δικό του και τώρα βρίσκεται στα χέρια ενός μοσχαναθρεμμένου γειτονόπουλου (που μάλιστα το περιπαίζει επιπλέον και για την απώλειά του αυτή).

Και γιατί όχι, ακόμη και η «λατρεία» για μια θέση στην παρασιτική δημοσιουπαλληλία, να μην υποκρύπτει -εκτός όλων των άλλων όπως ανασφάλεια, φόβος, πελατειακές σχέσεις κλπ- και τη βαθύτερη απωθημένη ανάγκη μετοχής στο κράτος, στο κράτος ως ιδιοκτησία του Λαού; Άλλωστε, το πελατειακό κράτος, το κράτος νταβάς ή τροφός, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της δυτικής κοσμοαντίληψης για το συλλογικό και το άτομο. Ο πολίτης–πελάτης προϋποθέτει το πολιτικό σύστημα-πωλητή. Γι’ αυτό και διορισμοί δημοτικών υπαλλήλων απ΄ το παράθυρο γίνονται και εις Παρισίους. Διδακτορικοί τίτλοι σπουδών «πωλούνται» και στο LSE, ενώ γερμανικές ήταν οι εταιρείες που διέφθαραν τους ντόπιους κρατικούς λειτουργούς.

Μήπως όμως, επίσης με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να προσεγγίσουμε  την ελληνική ιδιαιτερότητα-σχεδόν εμμονή- της αυτοαπασχόλησης ή της άσκησης ανεξάρτητης μορφής εργασίας; Και πόσο άσχετο είναι άραγε το γεγονός ότι –παρά την μνημονιακή λαίλαπα- ακόμη και σήμερα, ο δείκτης μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ανά χίλιους κατοίκους, είναι σχεδόν διπλάσιος του ευρωκοινοτικού μέσου όρου; Γιατί αυτό να μην είναι κάτι περισσότερο από το μαρξιστικό εποικοδόμημα στην περιφέρεια του καπιταλισμού; Γιατί δεν συμβαίνει, λόγου χάριν, κάτι αντίστοιχο και στην Πορτογαλία; Γιατί να μην είναι η κοινοτικ-ορμεμφυτική μας αντίδραση στην απουσία ενός ψηφισμένου από εμάς τους ίδιους... «Κανονισμού λειτουργίας της Σπογγαλιείας και των καταδυτικών μηχανών»;  Γιατί να μην είναι αποτέλεσμα της ανάγκη διαφυγής από την καταναγκαστική δουλεία της μισθωτής σκλαβιάς στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας; Η συλλογική μας ψυχοσύνθεση δεν έχει γνωματεύσει -εδώ και αιώνες- ότι η δουλεία, είτε νέτη-σκέτη καταναγκαστική, είτε μακιγιαρισμένη με ολίγην από χειραφέτηση, πάντα δουλεία θα είναι; Στην ελληνική γλώσσα δεν είναι που η μισθωτή δουλεία, θα επιμένει πάντοτε-όσο υπάρχει ελληνική γλώσσα- να είναι δουλειά και ποτέ work;  Και γιατί, η φράση «τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια» ή «η ξένη δούλεψη είναι κατάρα», είναι προτάσεις άνευ λογικού περιεχομένου στη δυτική κοσμοαντίληψη;

Αλλά μήπως και στον ατομικό μας ψυχισμό δεν ανιχνεύεται εν τέλει κάτι από τον ξεχασμένο μας ζωωδότη «πυρόβολο»; Ο βουτηχτής της Καλύμνου δεν ριψοκινδυνεύει την ίδια του τη ζωή για να αποκομίσει μια κάποια ιδιωτική ελευθερία. Το σκάφανδρο του δεν είναι η περίκλειστη πανοπλία προστασίας από τον ανταγωνιστή Άλλο. Δεν είναι το άβαταρ που χρησιμοποιεί στη δημόσια έκφραση της ύπαρξης του. Ο Καλύμνιος σφουγγαράς καταδύεται «ερωτικά» προκειμένου να καταστεί εφικτή η ανάδυση εκείνου το οποίο αφήνει πίσω του: η οικογένεια, οι ζωντανοί και πεθαμένοι Άλλοι, ο τόπος, η κοινότητα! Στο βυθό του Αιγαίου ανα-γνωρίζει την ελευθερία, όχι ως ελευθερία ιδιωτικής επιλογής ή «ετικέτας», όχι ως ελευθερία «από», αλλά ως ελευθερία «για να»!

Η αλήθεια είναι ότι ο «ελβετόψυχος» δυτικός άνθρωπος-επιλογέας απολαύσεων, δεν πήρε ποτέ χαμπάρι την ελευθερία ως κατάργηση της χρείας, ως ανυπακοή στην τυφλή ανάγκη. Η εθελούσια μητρική θυσιαστική αυταπάρνηση, η θεληματική αυτοκατάργηση των αναγκών μιας μάνας ως κορύφωση απελευθέρωσης, δεν συναντάται παρά μόνο στα εγχειρίδια ψυχολογίας της δυτικής κουλτούρας. Και η κατάδυση του Καλύμνιου σφουγγαρά θα εξετάζεται πάντα υπό το πρίσμα...βελτίωσης των καταδυτικών μηχανών και της ως εκ τούτου αύξησης της παραγωγικότητας της σπογγαλιείας.  Χαμπάρι για το υπαρξιακό γεγονός της κατάδυσης!

Η ελευθερία –στη Δύση- δεν μπορεί ποτέ να ιδωθεί ως αδιαμεσολάβητη κίνηση του ανθρώπινου αυτεξούσιου, άνευ όρων αλλά εντός των ορίων της κοινότητας. Έτσι, στο δικαστήριο η ελευθερία του  κατηγορούμενου, διαμεσολαβείται όπως ορίζει το νομικό και δικανικό σύστημα. Η ελευθερία του φορολογούμενου πολίτη, διαμεσολαβείται μέσω του φορολογικού συστήματος. Η πληροφορία, διαμεσολαβείται μέσω πολυδαίδαλων συστημάτων επικοινωνίας. Απαράλλαχτα όπως η πολιτική διαμεσολαβείται μέσω του πολιτικού συστήματος. 

Ακόμη και ο έρωτας διαμοσελαβείται μέσα από σεξολόγους, συγγραφείς συνταγών ευτυχίας, δικαστές, δικηγόρους, συγγενείς και άλλους, που διεκπεραιώνουν καθημερινά την έκπτωση της χαριστικής αυτοαπαραίτησης σε ηδονιστική χρησιμοθηρία. Κάνουν τον έρωτα σεξ, για να εκπέσει η σχέση στο επίπεδο της απλής συσχέτισης. Να υποταχθεί η ελευθερία στο ορμέμφυτο της σεξουαλικής ανάγκης. Όπως έκαναν το φαγητό fast food, για να υποταχθεί η ελευθερία της ενσωμάτωσης του Κόσμου, στο ένστικτο της πείνας. Παντού και πάντα λογής διαμεσολαβητές-ρυθμιστές λειτουργούν για λογαριασμό του κάθε ανεπανάληπτου ανθρώπινου προσώπου. Αυτή η διαμεσολάβηση οικοδομεί εν τέλει και το αισχρό πελατειακό κράτος, ως κατάντημα των διαδικασιών διαμεσολάβησης.  Ο ίδιος ο πολίτης, άσχετος με τον διπλανό του, διαμαρτύρεται συχνά για αυτό το κατάντημα, μάλλον ανυποψίαστος ακόμη και για την πιθανότητα μιας αδιαμεσολάβητης σχέσης με τον απέναντι Άλλο.

Ο Κανονισμός της Δημογεροντίας της Καλύμνου –ένας ανάμεσα σε δεκάδες άλλους παρόμοιους σε όλο τον ελλαδικό χώρο-τρόπο, μας βεβαιώνει πως για εκατοντάδες χρόνια, ο Λαός μας δεν είχε «μάθει» με τόσους διαμεσολαβητές-ρυθμιστές. Είχε τον δικό του «κανονισμό» αυτορύθμισης. Όταν μας επιβλήθηκαν -σχεδόν στανικά- ως θεσμικό πλαίσιο, αργά η γρήγορα ήταν δεδομένο ότι η απορύθμιση μας ήταν εξασφαλισμένη. Σαν ένα καζανάκι που οι ειδικοί «υδραυλικοί» το μπουκώνουν με λογής «φλοτέρ», δήθεν για να προλάβουν μιαν υπερχείλιση. Τρίχες! Το «νερό» του θέλουν να «βάλουν στο χέρι»!

Ίσως έτσι να μπορούμε να ερμηνεύσουμε γιατί «προνομιακά» εμείς -και κανένα άλλο δυτικό κράτος- «φορτώσαμε» τις ρουτίνες και τις διαδικασίες λειτουργίας του κράτους, αλλά και της ζωής μας, με δεκάδες παράπλευρα υποσυστήματα και άπειρες άλλες διαμεσολαβήσεις.  Η διογκωμένη ελληνική γραφειοκρατία προέκυψε -όχι μόνο ως μηχανισμός κρατικής κυριαρχίας αλλά και- ως ατομική αντίσταση στο διαμεσολαβητικό σύστημα κυριαρχίας που έστησε η δυτική κοσμοαντίληψη. Είναι ο θυρωρός που διαμεσολαβεί για λογαριασμό των ενοίκων και αντιστέκεται -με τον τρόπο του- στη κυριαρχία των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας. Είναι ο κλητήρας-κέρβερος στο υπουργείο, που συγκεντρώνει εξουσίες υπέρμετρα μεγαλύτερες της θέσης του στην ιεραρχία. Είναι το φροντιστήριο που διαμεσολαβεί στην «δωρεάν» κρατική παιδεία κ.λπ.

Η τραγική αλήθεια είναι ότι, ο βουτηχτής της Καλύμνου, ο άνθρωπος της ελληνικής κοσμοαντίληψης, κλείστηκε αιφνίδια και σκόπιμα στο επιχρυσωμένο κλουβί της ιδιωτικής ελευθερίας.  Έναν περιφραγμένο χώρο όπου μέσα είναι κανείς «ελεύθερος» να κάνει ότι θέλει. Ένας πίθηκος θα το υποστεί, ένα νήπιο θα το αντέξει, ένας ελεύθερος άνθρωπος θα το κάνει μπουρδέλο! Έξω από το κλουβί, στο μεγάλο πεδίο της κοινωνικής και της πολιτικής ελευθερίας, εκεί όπου σε σχέση με τον Άλλο, συγκροτείται το ανθρώπινο πρόσωπο, εκεί όπου πιστοποιείται η υποκειμενική ετερότητα, εκεί όπου βεβαιώνεται το ανεπανάληπτο και μοναδικό της ύπαρξης,  η προσωπική σχέση μεταξύ των πολιτών υποκαταστάθηκε από τη συσχέτιση δικαιωμάτων και μεσολαβητών. Εκεί όπου «απαγορεύτηκε» να λειτουργεί η ριψοκινδύνευση της προσωπική σχέσης, της μετοχής, εκεί παραχωρήθηκε η περιχαρακωμένη ασφάλεια του δικαιώματος. Παραχωρήσαμε την ελευθερία μας για μια σταγόνα ασφάλεια!

Έτσι, έμεινε και για μας, όπως και για τον δυτικό άνθρωπο, το «ντουφέκισμα στα χαρακώματα» των δικαιωμάτων. Το δικαίωμα της απεργίας  να κονταροχτυπιέται –στήθος με στήθος- με το δικαίωμα της εργασίας. Το δικαίωμα μου να περπατώ, σε σύγκρουση με το δικαίωμα σου να παρκάρεις. Το δικαίωμα μου να πεθάνω, με το δικαίωμα σου να ζεις ή αντίστροφα. Ακόμη και το δικαίωμα μου να κοιμάμαι, με το δικαίωμα σου να ακούς μουσική. Η σύγκρουση, σφοδρή και αέναη, γεννά πάντα την αναγκαιότητα του μεσολαβητή: μην τσακώνεστε νήπια, το σύστημα διαιτησίας των συγκρούσεων είναι εδώ, σαν καλός πατερούλης, να σας λύσει το πρόβλημα. Να είστε αγαπημένοι ρε σεις! Να μην τσακώνεστε! Αν όχι..ο “μπάτσος” προβάλλει απειλητικός στον ορίζοντα.

Η κατάδυση επιτρέπεται, αρκεί πρωτίστως να είναι αποτελεσματικά κερδοφόρα και δευτερευόντως να καλύπτει τους υγειονομικούς κανόνες ασφαλούς κατάδυσης και τα ατομικά δικαιώματα του βουτηχτή και του εντολέα του...Καλύτερα πλαστικά σφουγγάρια κι ας είναι και κινέζικα, θα απαντήσει ο νεοέλληνας. 

«Καλύτερα πρεζάκι στην πλατεία!», θα σαρκάσει αριστοφανικά ο Τζίμης Πανούσης.

Κάπως έτσι, κατέστη τελικά ανέφικτος ο εξευρωπαϊσμός της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Πρόκειται για μη συμβατές νοηματοδοτήσεις του βίου, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Τι άλλο άραγε θα μπορούσε να συμβεί, αν σ’ ένα τρόπο σάρκωσης της ζωής, σ’ έναν ανθρωπολογικό τύπο που συστήνει αυτόν τον τρόπο, όταν μέσα σε μια νύχτα –που κρατάει ακόμη- αποκοπούν οι δύο από τους τρεις όρους ελευθερίας και αφεθεί ως αποκούμπι μόνο η ιδιωτικότητα (ή μάλλον ιδιωτεία) της ελευθερίας του κλουβιού;  Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί όταν  σακατεύεται η ιδιοπροσωπεία ενός Λαού για να του «φορέσουν με το ζόρι τα βαφτιστικά ρουχαλάκια του»; Επειδή, μάλιστα, αυτά τα ρουχαλάκια, ταιριάζουν γάντι στους «νονούς» και στις ανάγκες τους για κυριαρχία; Τι «παράγεται» από την ετσι-θελική ανάμιξη μη συμβατών προτεραιοτήτων ζωής;

Να τι συμβαίνει: ο παλιός μας τρόπος κατακαθίζει σαν αδιάλυτο ίζημα στον πυθμένα του βαρελιού μας! Κι από πάνω ένα βαλτωμένο λασπόνερο που όσο κι αν το αναδεύεις «εκσυγχρονιστικά» τόσο η αποφορά του θα σε ζαλίζει.

Αν κοιτάξουμε γύρω μας,  το φρακενσταϊνικό μόρφωμα του νεοέλληνα σακάτη-παλιάτσου είναι πανταχού παρόν. «Ντύθηκε τα στενά» κατήγγειλαν οι αγωνιστές του ’21 όσους ακολουθούσαν φραγκοφορεμένοι το δυτικό μπούσουλα. Και δεν εννοούσαν μόνο την ενδυμασία. Υπαινίσσονταν κυρίως την, αποπνέουσα «οργανωσίλα», ρηχή ευζωία του στενού «κελιού», στον αντίποδα της βιωμένης ελληνικής ευρυχωρίας των ρούχων τους και όχι μόνο. Είναι τα ίδια «κακά στενά» για τα οποία μας επικρίνουν και μας καταγγέλλουν, σήμερα, οι άλλοτε «νονοί». Είναι τα ίδια στενά ρουχαλάκια τα οποία σήμερα μας ζητούν να επιστρέψουμε και μάλιστα εντόκως, αλλιώς θα μας εγκαταλείψουν χρεοκοπημένους και γυμνούς!

Εν τούτοις, ο Κανονισμός της Δημογεροντίας της Καλύμνου, θα είναι πάντα μισογραμμένος-μισοσβησμένος εκεί στον σφουγγισμένο ή φτυσμένο μαυροπίνακα της Ιστορίας μας και θα επιμένει πεισματικά να μας υπενθυμίζει ότι  υπήρξε καιρός –σ’ αυτήν εδώ τη γεωγραφία- όπου η ελευθερία οριζόταν μόνο ως τρίπτυχο: ιδιωτικής, κοινωνικής αλλά και πολιτικής ελευθερίας. Κάθε όρος του τρίπτυχου ήταν μια αναγκαία, αλλά όχι και ικανή –από μόνη της- συνθήκη ελευθερίας.  Η αυτορύθμιση ήταν εδώ και λειτουργούσε, μόλις πριν 120 χρόνια. Τα ξέφτια της φτάνουν, ίσως στρεβλωμένα και απωθημένα, ως τις μέρες μας. Αλλά προφανώς μια τέτοια νοηματοδότηση της ελευθερίας, δεν μπορεί επ’ ουδενί να αφορά νήπια. Αφορά αποκλειστικά και μόνον σε πολίτες που δεν αρνούνται τη ριψοκινδύνευση της ενηλικίωσης. Σε πολίτες που δεν φοβούνται να πετάξουν από πάνω τους τα στενά αποφόρια που μας ανάγκασαν να φορέσουμε. Σε πολίτες που δεν αρνούνται ξεκινήσουν «φτου κι’ απ’ την αρχή». Σε πολίτες που δεν φοβούνται να ερωτεύονται καταδυόμενοι δίχως καν ένα σκάφανδρο προστασίας...

Γι’ αυτό δεν έχουμε παρά να αποκαταστήσουμε  την τριαδικότητα της ελευθερίας –έστω στην μικρή κλίμακα που αφορά στον καθένα μας- στο ρημαγμένο χωριό, στην απρόσωπη γειτονιά, στην βαρετή δουλειά, στην βαριεστημένη παρέα: α)αναγέννηση της κοινωνικής ελευθερίας με την κατάργηση της εργασιακής εξάρτησης ανθρώπου από άνθρωπο, β) παλινόρθωση της πολιτικής ελευθερίας με τη ανα-συγκρότηση του Κοινού.  Τότε και μόνον τότε και το γ) η ιδιωτική ελευθερία, θα εγκαταλείψει οριστικά το παρασιτικό στενό πανωφόρι της και το «κόκκινο πονηρό φωτάκι» έξω από την πόρτα του τόπου μας θα σβηστεί μονομιάς.
Είδες την νήσον όπου ανθεί η συκή, και η ελαία σγουρά απλώνει τα αργυρά της φύλλα; Είναι εκεί όπου οι άνθρωποι ανακάλυψαν ξανά το όρθιο βάδισμα, θα πει ξανά και ο ποιητής...

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
28.11.2014 
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Manifesto.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άνευ όρων αποδοχή στα ανθρώπινα σχόλια που σέβονται τον Άλλο.