Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Η ΑΠΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ



Στην κοινή νοηματοδότηση, ορίζουμε την αριστερά ως το κατ’ εξοχήν κοινωνιοκεντρικό πλέγμα ιδεολογικοπολιτικών αντιλήψεων, στον αντίποδα ακριβώς ενός συχνά χυδαίου και αμοραλιστικού ατομοκεντρισμού, που εκφράζεται από τις δεξιές πολιτικές γεωγραφίες. Με αταλάντευτο γνώμονα αυτή την κοινωνιοκεντρική προτεραιότητα, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι,  σχεδόν με χριστιανική θυσιαστική αυταπάρνηση,  «μαρτύρησαν» στην πατρίδα μας, αλλά και σε πολλές χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού και μάλιστα δίχως την «καβατζομένη» εξασφάλιση μιας μετά θάνατον επουράνιας βασιλείας. Μακρύς ο κατάλογος των «νεομαρτύρων» υπέρ λαού, ελευθερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής ανεξαρτησίας.  Ολοσχερώς παραιτημένοι από δικαιώματα, οι μάρτυρες της ελληνικής αριστεράς, κατέθεσαν ζωές ολόκληρες, περιουσίες, προσδοκίες εγωκεντρικής ευζωϊας, απλά καθημερινά ανθρώπινα όνειρα, στο θυσιαστήριο της λεύτερης πατρίδας και της πανανθρώπινης λευτεριάς.

Σ’ αυτό το πλαίσιο κοινιωνιοκεντρικού προσανατολισμού, το αίτημα της αύξησης του κατά κεφαλήν  εισοδήματος και της μεγιστοποίησης της καταναλωτικής ικανότητας, και μέχρι τουλάχιστον την δεκαετία του ’70, δεν αποτέλεσε και πολύ σπουδαία προτεραιότητα στις επιδιώξεις των αγωνιστών. Αντίθετα, ύψιστο ζητούμενο ήταν η με κάθε τρόπο αποφυγή της αλλοτρίωσης, της αποξένωσης από την υπαρξιακή αλήθεια, όπως εύστοχα ο Μάρξ ορίζει στα νεανικά του χειρόγραφα.  Η «δήλωση μετανοίας», που αν μη τι άλλο εξασφαλίζει μια «νοικοκυρεμένη» διαβίωση, αλλά και την αποφυγή εξοντωτικών διώξεων, στιγματίζεται στην συνείδηση των αγωνιστών, σαν έσχατη προδοσία των οραμάτων της αριστεράς, απαράλλαχτα όπως η απάρνηση της πίστης στους πρώτους χριστιανούς.

Εν τούτοις, μέσα στα 30-40 μεταπολιτευτικά χρόνια,  η αριστερά σταδιακά αλλά σταθερά, επαναπροσανατολίζει τις στρατηγικές επιδιώξεις της, αποκλειστικά σχεδόν και το πολύ, σε «μια δίκαια  μοιρασιά της υλικής χυδαιότητας», κατά τον Πιέρ Βουαγιέ. Η θυσιαστική προσφορά, η βαθιά ριζωμένη ανθρωπιά, η αξιοπρέπεια, εκποιούνται όσο-όσο για μια θέση κάτω από τον ήλιο της καταναλωτικής ευωχίας. Δεν είναι μόνο οι δεκάδες «αγωνιστές» που ανταλλάσουν την αγωνιστική προσφορά τους  με μια «θεσούλα» δίπλα στους μηχανισμούς της εξουσίας.  Δεν είναι μόνο η εδώ και τώρα εξαργύρωση της αντιμισθίας. Είναι, κυρίως, η αποθέωση της ακραίας ατομοκεντρικής λογικής του δικαιώματος -όλο και μεγαλύτερης- συμμετοχής  στην σύγχρονη καταναλωτική υστερία. Και ταυτόχρονα, η απεμπόληση του αξιακού περιεχομένου της συστατικής κοινωνιοκεντρικής προτεραιότητας της αριστεράς. Η οικειοθελής αυτοπαραίτηση του «εγώ» χάριν της κοινότητας εγκαταλείπεται και την πρωτοκαθεδρία αναλαμβάνει τώρα μια ­-κυνική συχνά- διεκδίκηση όλων εναντίων όλων. Μοναδικό αιτούμενο επί σειρά ετών μοιάζει να είναι η μεγιστοποίηση της κατανάλωσης του «εργαζόμενου λαού». Κουβέντα για τη "μοναξιά".

Γι’ αυτό και το συνδικαλιστικό κίνημα –κατ’ εξοχήν χώρος κηδεμονευόμενος από την αριστερά- ουδέποτε θα θέσει σοβαρά θεσμικά ζητήματα, παρά μόνον για να διανθίσει τις διεκδικητικές καταναλωτικές απαιτήσεις του. Τα κρίσιμα  χρηματοικονομικά, παραγωγικά, θεσμικά κ.λ.π ελλείμματα του δημόσιου τομέα της οικονομίας δεν θα ενταχθούν πραγματικά ποτέ στο διεκδικητικό πλαίσιο της αριστεράς. Η διαφθορά της δημοσιουπαλληλίας, οι τραγικές συνθήκες του Ε.Σ.Υ. και η παραπαιδεία θα τίθενται μόνο ως ζητήματα «πλήρωσης των κενών οργανικών θέσεων», που δήθεν δημιουργούν το πρόβλημα. Ακόμη και οι αντιδράσεις στην νεοφιλεύθερη εκποίηση του εθνικού πλούτου, θα υποκρύπτουν εμφανώς την ανησυχία «ξεβολέματος» από την αντιπαραγωγική ραθυμία των συνδικαλισμένων συντεχνιών του δημόσιου τομέα. Στον ίδιο τον πυρήνα του, το συνδικαλιστικό κίνημα, θα χάσει την δημοκρατική του νομιμοποίηση, αλλά και την αξιοπιστία του, απομακρυσμένο από τα πλατειά λαϊκά στρώματα, εκπίπτωντας σε προωθητικό αγωγό ένταξης των «εκλεγμένων» ηγετών  του στις κυρίαρχες ελίτ του παρασιτισμού.

Ανάλογα, το συνεταιριστικό και αγροτοσυνδικαλιστικό κίνημα, πάλι προνομιακό πεδίο της αριστεράς, δεν θα θέσει ποτέ τα ζητήματα της τοπικότητας της παραγωγής, της απομείωσης της διατροφικής παραγωγικής δυναμικής της χώρας, την αναγκαιότητα της πολυκαλλιέργειας, της βιοκαλλιέργειας κ.λπ. Για τους ίδιους λόγους, θα οδηγηθεί συχνά-πυκνά σε απάνθρωπες συμπεριφορές σε βάρος άλλων κοινωνικών ομάδων, με μοναδικό ζητούμενο τη μεγιστοποίηση των αντιπαραγωγικών επιδοτήσεων της Ε.Ε.

Στο χώρο των πανεπιστημίων και των διανοουμένων, η αριστερά,  σχεδόν σε όλες τις εκδοχές της, θα παίξει τον χειρότερο δυνατό ρόλο, απαξιώνοντας το πανεπιστήμιο, χειραγωγώντας το φοιτητικό κίνημα, καλλιεργώντας παντού τη λογική της ήσσονος προσπάθειας, παραχαράσσοντας ακόμη και την Ιστορία του τόπου χάριν της εναρμόνισης με τις παγκοσμιοποιητικές αρχές της δικαιωματικής εξίσωσης απρόσωπων και ακοινώνητων μοναχικών υπάρξεων.  Στην ίδια κατεύθυνση, το πρόταγμα της λεύτερης πατρίδας και πανανθρώπινης λευτεριάς, υποκαταστάθηκε από έναν νεφελώδη κοσμοπολιτισμό αδιάφορο για την ανθρώπινη ύπαρξη και τις αγωνίες της. Ζητήματα όπως η αξιολόγηση και η αξιοκρατία κόντρα στον πανεπιστημιακό νεποτισμό και τους πλανόδιους καθηγητές, το αντιτεχνοκρατικό και ανθρωποκεντρικό περιεχόμενο των σπουδών ακόμη και σε κατ’ εξοχήν ανθρωπολογικές σχολές, η αθλιότητα των εισαγωγικών εξετάσεων και της συναφούς παραπαιδείας, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός του λαού, ο βιασμός του ελληνικού τοπίου, η αρχιτεκτονική παραμόρφωση των δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων, η διαφθορά ως έκπτωση ήθους, η μουσική βιομηχανία του «σκυλάδικου», ουδέποτε απασχόλησαν την αριστερά νομενκλατούρα των πανεπιστημίων και της διανόησης. Έφτασε ως το ακρότατο του ξεπεσμού να παραστεί δια των εκπροσώπων της ως μάρτυρας υπεράσπισης της διασπάθισης του κοινοτικού χρήματος από τους έγκλειστους σήμερα καλοπερασάκιδες των Ferrari της Παντείου. Λες και μ’ έναν τρόπο, η αγωνιστική μαρτυρία της αριστεράς στην εθνική αντίσταση, μεταμορφώθηκε σε μαρτυρία κλεμμένης ευζωίας του σήμερα.

Στα ίδια χνάρια και η δημοσιογραφική αριστερά, καλοπληρωμένη από τα «συγκροτήματα», μεταμορφώθηκε σε ιμάντα διεκπεραίωσης των επιλογών των κυρίαρχων ελίτ.  

Η «αριστερά» που στήριξε τον παρασιτισμό, που αφαίμαξε κάθε δημιουργική ικμάδα του τόπου, η «αριστερά» που πανηγύρισε ή έκανε τα στραβά μάτια στο πλιάτσικο των Ολυμπιακών Αγώνων της Γιάννας, που έστειλε τα παιδιά της στα ιδιωτικά σχολειά, η «αριστερά» που διαστρέβλωσε την Ιστορία της πατρίδας, η «αριστερά» που κανάκεψε το στρατό κατοχής της βολεμένης δημοσιουπαλληλίας, η «αριστερά» που δεν έβλαλε άχνα για την διαρκώς μειούμενη εθνική ανεξαρτησία, η «αριστερά» που διασκέδασε πρώτο τραπέζι πίστα,  η «αριστερά» που κονόμησε στο χρηματιστήριο, η «αριστερά» των Free press του κοσμοπολιτισμού,  η «αριστερά» που κατάφερε να μετασχηματίσει τους άδολους αγωνιστές σε καλοπληρωμένα επαγγελματικά στελέχη, η «αριστερά» που απο μειονεξία έφτυσε κάθε τι ελληνικό στον τόπο αυτό,  η «αριστερά» που αφαίρεσε την ελληνική σημαία από το φόντο της.

Η «αριστερά» που  δεν βγήκε ποτέ στα κεραμμύδια για την ξεχασμένη κατοχή της Κύπρου, διοργάνωσε δεκάδες απεργίες και συλλαλητήρια για την εξασφάλιση μιας κάποιας σύνταξης για τα γεράματα της. Τέτοιος συντηρητισμός!

Αυτή η «αριστερά» που έκανε αποκλειστική της προτεραιότητα την εφαρμογή της οικονομικής αρχής του καπιταλισμού. Μεγιστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος, με την καταβολή του μικρότερου κόστους.

Αυτή η «αριστερά», με την βαρύτατη αμέλεια της, έχει τεράστιες ευθύνες για το κατάντημα της πατρίδας. Κυρίως, γιατί επιμένει να οδηγεί ξανά και ξανά τον επαναλαμβανόμενο μέγα αυτόχειρα Άρη Βελουχιώτη, στη διαρκή αυτοκτονία του. Και με αντάλαγμα ένα παραπάνω «κιλό κατανάλωσης», κρεμάει χρόνια τώρα κάθε πρωί το κομμένο κεφάλι του, εκεί, στον ψηλό φανοστάτη. Τι απανθρωπιά!    


20.04.10  
Αντώνης Ανδρουλιαδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άνευ όρων αποδοχή στα ανθρώπινα σχόλια που σέβονται τον Άλλο.