Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Δεν ήξερε για πόση ώρα βρισκόταν εκεί. Ούτε αν την γνώριζε από παλιά και τώρα τύχαινε να την συναντήσει ξανά.  Ήξερε μόνο ή μάλλον υπέθετε, πως ο χρόνος κυλούσε με μεγάλη ταχύτητα. Ναι, γι’ αυτό ήταν βέβαιος. Έκανε να κοιτάξει το ρολόϊ του και ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του απ’ το πρόσωπο της. Έμεινε κι αυτός να την κοιτά. 

Είχε πράσινα μάτια κι ένα σπασμένο χαμόγελο στην άκρη του πάνω μέρους των χειλιών της. Δεν ήξερε αν την γνώριζε από κάπου παλιά και μονάχα το σπασμένο, σαν κρυμμένη ειρωνία, χαμογελάκι της τον αγκίστρωνε εκεί. Μακριά απ’ το χρόνο, ανήμπορος να σκύψει να δει το ρολόϊ του. Λες και μια μέγγενη του έσφιγγε το κεφάλι, ίσια μπροστά, στο πρόσωπο της.   

- Κάτω απ’ το βλέμμα σου βιώνω την «έκπτωση» μου σε ένα αδιάφορο άτομο. Νοιώθω τον κίνδυνο να γίνω ένα ουδέτερο αντικείμενο. Το βλέμμα σου με κάνει ένα σκέτο αντικείμενο της επιθυμίας σου, του φάνηκε πως τον κατέκρινε.

- Αλλά, παρ’ όλα αυτά, με λένε Εύα!

- Τί λέει ρε μαλάκα το άτομο!  Κάτι έφραξε τελευταία στιγμή το στόμα του. Δεν πρέπει να μίλησε ή τουλάχιστον δεν θυμάται να μίλησε. Να πάρει η ευχή!  Γιατί δεν μίλησε; Και τι να πεί! Το όνομα σου ρε ηλίθιε! Πες τουλάχιστον το όνομα σου! σκέφτηκε.

Το στόμα του παρέμενε μισάνοιχτο, αλλά βουβό, σα σκισμένο βιβλίο. Οι σελίδες, οι λέξεις του, σκορπίστηκαν απ’ τα τσογλάνια που το έσκισαν στο τέλος κάποιας σχολικής χρονιάς. 

Εκείνη πήρε κάποιες λέξεις απ’ το κουρελιασμένο βιβλίο του και τις έκανε πρόταση.

- Θες το κινητό μου;  του άπλωσε το χέρι με το τηλέφωνο της. Εκείνο προσφέρεται για χρήση. Εγώ, πάλι, όχι! Του χαμογέλασε κάπως πονηρά.

Θα ήθελα τον αριθμό σου, όχι το τηλέφωνο σου, πήγε να απαντήσει. Μα, καθώς εκείνη πλησίασε κάπως πιο κοντά, μια ευωδιά γιασεμιού έντυσε τις λέξεις απ’ το σκισμένο βιβλίο του. Επιτέλους, τώρα δεν κρυώνουμε, ρε μαλάκα! του είπαν σαρκαστικά στ’ αυτί.  Ύστερα, τα μικρά ανθάκια απ’ το άρωμα της, αφού κάθισαν για λίγο αναπαυτικά στο πουκάμισο του,  άρχισαν σιγά-σιγά να σκαρφαλώνουν στα χέρια του.

- Εννοώ, ρε συ, ότι ο τρόπος που με κοιτάς παρακάμπτει τη δυνατότητα μου για σχέση, συμπλήρωσε η Εύα και τ’ ανθάκια πετάρισαν γύρω απ’ το μαύρο μούτρο του και έπεσαν στο πάτωμα. 

- Το βλέμμα σου με αντιλαμβάνεται σαν αδιαφοροποίητη μονάδα του συνόλου των γυναικών. Σαν ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, που προσφέρεται για χρήση, όχι για σχέση! Με κάνεις να γίνομαι αντικείμενο της επιθυμίας σου να κυριαρχείς, να επιβάλλεσαι, να υπηρετείσαι, να θαυμάζεται, να αισθησιάζεσαι! Λες και η πιο μεγάλη επιθυμία σου είναι  να υπηρετήσω τη σεξουαλική σου ορμή! Και ντρέπομαι ρε συ! Ντρέπομαι, γιατί ξέρω πως δεν είσαι!

- Επιτέλους χαμήλωσε το βλέμμα σου, ρε ηλίθιε ! άκουσε αυτός προσβεβλημένη την εσωτερική του φωνή. Ντροπή ρε παπάρα! Σφίχτηκε κάπως το μέσα του, σαν να ‘ταν παιδί που έκανε σκανταλιά.

Μα, παρ’ όλα αυτά, εκεί, πεισματικά προσανατολισμένος στον ήλιο της, έκανε να βρεί τα γυαλιά του, που συνόδευαν πάντα σαν αξεσουάρ  το κεφάλι του. Μα, πού τα ξέχασα γαμώτο;

Την είδε να κρατάει στα χέρια της ένα βιβλίο. Αυτό με τις σκορπισμένες λέξεις; αναρωτήθηκε. Μπορεί. Ίσως να διαβάζει παράταιρα αποσπάσματα από ένα βιβλίο με ξελουρισμένες σελίδες. Oi σκέψεις του έκλεισαν απότομα σαν βαρύ δερματόδετο εξώφυλλο.    

- Η ντροπή μου είναι η άμυνα στην απειλή σου να υπάρχω σαν αντικείμενο. Ντύνομαι για να μπορώ να βλέπω, χωρίς να βλέπομαι. Να ορίζω τον εαυτό μου, να μην ορίζομαι, γαμώτο, σαν πράγμα!

Το παράπονο αυτό στάθηκε τώρα στο πάνω χείλος της και  αγκιστρώθηκε απ’ το φρύδι της που ανασηκώθηκε κι αυτό, ώσπου χάθηκε μες στα μαλλιά της.

- Μα καλά δεν γελάει ποτέ αυτή η κοπέλα; προβληματίστηκε. Πάντα έτσι; Ένα κομματάκι χαμόγελο το πολύ;

- Ντύνομαι για να σώσω τη δυνατότητα της σχέσης. Φοβάμαι μην τύχει και υπάρξω κι εγώ μόνο για τη χρήση, συνέχισε την ανάγνωση της, σαν να μην την ένοιαζε αν την άκουγε ή όχι.    
Φορούσε στο λαιμό ένα μεταξωτό λουλουδάτο φουλάρι κουλουριασμένο στις αποχρώσεις του μωβ. Τώρα το είδε. Έκανε να τ’ αγγίξει. Αδύνατον.

- Φοβάμαι, της είπε. Φοβάμαι τη στιλπνότητα των μεταξένιων φουλαριών, σκέφτηκε, αλλά αυτό δεν το είπε.

- Μιλάς λοιπόν; Επιτέλους μιλάς! Άνοιξε τα μάτια της όλο έκπληξη.

- Η στιλπνότητα με αφοπλίζει Εύα! Οι ορμές μου, οι θώρακες της πανοπλίας μου, δεν αποβλέπουν, παρά, στην ατομική αυτοσυντήρηση. Και ναι, σε σένα μπορώ να το πω: η ατομική ηδονή είναι η πιο ακριβή πανοπλία μου! Ακούς Εύα; Ατομική! Της πάρτης μου, δηλαδή! Κι αυτή η στιλπνή τρυφερότητα σου με αφοπλίζει! Εγώ είμαι γυμνός! Γι’ αυτό φοβάμαι. Όχι το θάνατο! Όχι! Το ενδεχόμενο της ατέλειωτης ύπαρξης μου, ακόμη κι αν ήταν χωρίς να φθαρώ ή να γεράσω, μου φαίνεται πραγματικός εφιάλτης.

Άκουγε τον εαυτό του και επέμενε να μην ξέρει πόση ώρα βρισκόταν εκεί, λες και ο χρόνος, μπροστά στο πρόσωπο της, είχε παρατήσει τα ρολόγια του και το είχε βάλει στα πόδια.
Μα και τα δικά του πόδια δεν τον κράταγαν πια. Έκατσε κάπως σαν σε σκληρό πάτωμα, σε μια γωνιά, παίρνοντας αγκαλιά τα πονεμένα του γόνατα. Πόσος χρόνος ζωής του έμενε άραγε πια; 

Οι άνθρωποι συνθλίβονται, πνίγονται, καίγονται, εξολοθρεύονται  ακριβώς όπως και τα ζώα. Το ίδιο μαζικά, το ίδιο αδιαφοροποίητα, όπως τα έντομα ή τα ποντίκια! Η κουφάλα η φύση δεν ξεχωρίζει ποιότητες. Ούτε φυσικές, ούτε ηθικές. Είναι κοινός ο κλήρος για όλους! Ίδιος για το Βαν Γκόγκ, ίδιος για τις κατσαρίδες στο δωμάτιο του! Σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας παραμονεύει η «βλάβη»: μια αρρώστια, ένα ατύχημα, μια βασανιστική αναπηρία, ένας ανυπόφορος πόνος, μια εξευτελιστική ανημπόρια. Σαν να μη φτάνει, ρε πούστη μου, που πεθαίνουμε! Σαν να μην φτάνει!

Η Εύα, μαντεύοντας στη στιγμή τις σκέψεις του, έσκυψε και αγκάλιασε στην παλάμη της ένα μονάχα δάχτυλο του. Σαν να ήτανε ένα μωρό παιδί. Εκείνος ή αυτή; Εκείνος δεν ήξερε. Το έφερε στα χείλη της και το φίλησε. 

- Η σχέση είναι «βρώση και πόση», έμπρακτος τρόπος λήψης της «τροφής», μαζί με ένα μεγάλο ευχαριστώ. Όπως ο θηλασμός του βρέφους είναι πράξη σχέσης με τη μητέρα, όπως η ερωτική σχέση είναι σωματική συν-ουσία. Έτσι κι εγώ μάγκα μου! Σου κάνω δώρο ένα φιλί κι εσύ το αποδέχεσαι. Έτσι χτίζεται η σχέση μας: σου προσφέρω ένα δώρο κι εσύ το δέχεσαι. Και να σου πω κάτι; Τόσο η προσφορά μου όσο και η αποδοχή σου, δεν θα είναι ποτέ πράξεις εξαναγκασμού και ανελευθερίας. Μπορείς ανά πάσα στιγμή να δεχθείς, αλλά και μπορείς να αρνηθείς το χάρισμα μου.  Η σχέση μας είναι και θα είναι ένα γεγονός ελευθερίας. Μπορείς, ακόμη, να δεχτείς το δώρο μου, όχι σαν δώρο, αλλά σαν αυτόνομο γεγονός άσχετο από μένα. Είναι κι αυτό στις δυνατότητες της ελευθερίας σου. Αλλά αυτό είναι ο θάνατος, μικρέ μου. Είναι η ζωή δίχως σχέση! Δίχως δώρα κι αντίδωρα!

- Εδώ είναι ο πειρασμός μου Εύα! Ο πειρασμός του «μην τυχόν»! Ο πειρασμός του «και αν»! Ο φόβος ότι η ζωή ως σχέση, μπορεί να είναι κάποια ζωτική στέρηση, ένας αποκλεισμός από την υπαρκτική αυτονομία, μια άρνηση των απεριόριστων επιλογών ζωής. Μην τυχόν και χάσω την αυτονομία μου, την αυτοτέλεια μου, την ιδιοτελή μου ατομική αυτάρκεια!  Μην τυχόν και παραδοθώ στη σχέση, ρε γαμώτο!

- Θυμάσαι ρε συ, εκείνη την άλλη Εύα; Τη συνονόματη μου του Παραδείσου; Την Εύα των πρωτόπλαστων; Ε λοιπόν, δεν ξέρω αν στο έχω πει αυτό: τη γουστάρω πολύ εκείνη τη γυναίκα. Γιατί η γυναίκα είναι που έκανε ότι μπορούσε για να αντισταθεί σ’ αυτό το ψέμα. Η γυναίκα  είναι η διαχειρίστρια της ζωής, η μήτρα, η γή, η φύση. Και η απώλεια του Παραδείσου μπαίνει πάντα από την πόρτα της Φύσης. Αν το δίλημμα των πρωτόπλαστων ήταν να πειθαρχήσουν ή όχι σε κάποια εντολή, σ’ έναν νόμο, τότε ο κύριος υπεύθυνος θα ήταν ο άνδρας. Αλλά δεν ήταν τόσο απλό. Το ξέρεις ότι δεν ήταν τόσο απλό.Το δίλημμα ήταν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, και σύμβολο διαχείρισης της ζωής είναι η γυναίκα. Καταλαβαίνεις πόσο βαρύς είναι ο σταυρός της;

Ο χώρος γέμισε με αντανακλάσεις λες και κάποια τηλεόραση έκοβε τους τοίχους σε γαλάζιες πλάκες. Ένα κιτρινιάρικο φώς έκανε πως τις παράβγαινε, όμως μάταια. Ήχος δεν ακουγόταν κανείς, εκτός απ΄ τις μυρωδάτες λέξεις της Εύας και τις σκέψεις του. Για τη φωνή του δεν ήταν βέβαιος. Ένα αεράκι χώθηκε από κάπου και τον έκανε να κρυώσει.  Η Εύα αγκάλιασε τα χέρια του κι ο απαλός ήχος από το χάδι της μπλέχτηκε με το γαλάζιο χρώμα κι έφτιαξε μια μώβ μουσική. Μια μουσική ολόϊδια το μεταξωτό φουλάρι της! Σαν ένα μαντολίνο στα χέρια ενός κοριτσιού. Έριξε μια ματιά στο κορίτσι, στα λεπτά του δάχτυλα, στις χορδές που πάλλονταν. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Απόλυτα βέβαιος! Μια μουσική στιλπνή και απαλή τον ζέσταινε μέσα στα χέρια της. Μονάχα, που για μια ακόμη φορά, ήταν αδύνατο να κοιτάξει το ρολόϊ του. Κι όχι μόνο αυτό! Ήταν γυμνός. Εντελώς γυμνός! Είχε την αίσθηση, λάθος, διόρθωσε τον εαυτό του, την επίγνωση, ότι ήταν γυμνός. Στους πρωτόπλαστους η γύμνια βεβαιώνει το αποτέλεσμα της επιλογής τους να υπάρξουν με τον τρόπο της μη-σχέσης, σκέφτηκε. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να βιώνει τόσο την αίσθηση της γυμνότητας - και την ως εκ τούτου άμυνα της ντροπής- όσο και την  πρώτη εκείνη παραδείσια αθωότητα: να είναι γυμνός χωρίς να ντρέπεται.

Έτσι κι αυτός. Ήταν γυμνός, χωρίς να ντρέπεται! Γυμνός χωρίς να ντρέπεται; Μα πώς; Έκανε έρωτα μαζί της; Πώς βρέθηκε έτσι γυμνός; Και πως δεν ντρέπεται; Υπήρχε στ’ αλήθεια ανάμεσα  τους μια σχέση ερωτική; Μια αμοιβαιότητα πόθου και ανάγκης του ενός για τον άλλον,  που έστειλε στο διάβολο όλες οι αναστολές της γύμνιας του; Ή είχε πια τελείως εξαλειφθεί η ντροπή του; Δεν ήταν δα και κανένας πουριτανός, μα όχι κι έτσι!

Την έψαξε στο χώρο κι όταν τη βρήκε ήταν λες και όλο το κορμί της είχε γίνει πρόσωπο. Στις άκρες των χειλιών της βλεφάριζαν τα μάτια της. Στις άκρες των ματιών της λαγοκοιμόταν ήσυχο σαν παιδί το χαμόγελο της.  Ακουμπισμένα στην πλάτη της τα δυό της στήθια γύρευαν κι αυτά τα χάδια τους, σαν τα κόκκινα μάγουλα ενός νεογέννητου. Τα μαλλιά της άφηναν πίσω τους ξανθά κύμματα, βάζοντας ρότα για τα πόδια της.

Σ’ όλη αυτή την αναγέννηση της ο Μποτιτσέλι σήκωνε, ανήμπορος, τα χέρια ψηλά. Κι εκείνος, μάλλον για πρώτη φορά -δεν ήταν βέβαιος- έβλεπε τον πίνακα της και δεν αξιολογούσε μονάχα το ξύλινο τελάρο, τον μουσαμά και μερικά χρώματα. Για πρώτη φορά υποψιαζόταν ότι με τα υλικά της είχε αρθρωθεί, εδώ μπροστά του, ένας δημιουργικός λόγος. Ένας λόγος για να ζει. Ένας λόγος που τον καλούσε, αυτόν τον ηλίθιο μέχρι χθες θεατή, σε σχέση με τον ζωγράφο. Έκπληκτος αναγνώριζε το υπαρκτικό γεγονός της μοναδικής και ανεπανάληπτης Εύας μέσα στον πίνακα του προσώπου της. Εκεί, που μέχρι χθες, μέχρι πριν λίγο, έβλεπε μονάχα έναν μουσαμά με κάτι χρώματα. Α ρε κάτι περίεργα πράγματα!

Τώρα πια όλο το κορμί της είχε γίνει σχέση, φανέρωση μοναδικότητας, ανάγκη αυτοπροσφοράς. Ολόκληρο το κορμί της μιλούσε τη γλώσσα του βλέμματος, του χαμόγελου, του πόθου για τον άλλον, μιλούσε με τρόπο μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο. Όλο το κορμί της ήταν τώρα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο με την όψη του στραμμένη προς αυτόν.

Κάπως έτσι γυμνώθηκε κι εκείνος για να παραδοθεί ολοκληρωτικά στη σχέση, παραιτούμενος  από κάθε αντίσταση αυτοάμυνας.  Ακόμη κι απ’ την έσχατη αντίσταση, την ντροπή. Ε ναι λοιπόν, δεν  υπάρχει στον έρωτα ντροπή, γιατί δεν υπάρχει άμυνα της ατομικότητας και φόβος. «Η αγάπη ου γιγνώσκει την αιδώ», λέει ένας άγιος.
Έκανε να της το πει. Να το μοιραστεί μαζί της. Να της κάνει κι αυτός μια κάποια εντύπωση για τις γνώσεις του. Να της κάνει για λίγο το δάσκαλο. Μάταια, σκέφτηκε. Αν και η σκέψη του ακούγονταν τόσο δυνατά που θα ‘λεγε κανείς –κι ίσως κι ο ίδιος ακόμη να μπερδευόταν- πως ήταν η φωνή του.

Κι όλο τον προηγούμενο καιρό; Αυτή η αίσθηση της γυμνότητας που είχα πάντα στις «σχέσεις» μου; Αυτή η αίσθηση δεν θα έπρεπε να με βεβαιώνει ότι υπήρχα με τον τρόπο του ατόμου; Με τον τρόπο της αυτοτέλειας και της ιδιοτέλειας! Της μη-σχέσης! Δηλαδή της ντροπής! Κι εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι; Μα τί μαλάκας είσαι ρε φίλε; Σκέφτηκε για τον εαυτό του και σαν να πικρογέλασε.

Εκείνη σφράγισε με την άκρη των δαχτύλων της το χαμόγελο του και του ψυθίρισε στ’ αυτί: γελάς αγάπη μου! Τον χάϊδεψε τρυφερά στο μάγουλο κι ένοιωσε το χέρι της δροσερό, ενώ το μώβ φουλάρι της τον άγγιξε κι έκανε να απλώσει τα λουλουδάκια του στο δικό του το λαιμό. Τον φίλησε κόκκινα! Πώς αλλιώς;

- Ελευθερία, δάσκαλε, σημαίνει δυνατότητα να υπάρξει ο άνθρωπος με τον τρόπο της σχέσης ή με τον τρόπο της ατομικής του φύσης, της αναγκαιότητας! Έτσι μου είχες πει!
Γι’ αυτό, μου έλεγες: η στέρηση της αθανασίας δεν είναι ποινή. Είναι ευλογία. Ο θάνατος υπάρχει για να μην γίνεται το κακό αθάνατο. Ο Θάνατος οριοθετεί την άσχετη ύπαρξη, τον τρόπο της ατομοκεντρικής αυτονομίας. Θυμάσαι τι έλεγε ο Jean-Paul Satrte; «Η ελευθερία ορίζεται ως η απροσδιοριστία του να μην είσαι το είναι σου(η φύση σου). Η ελευθερία είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να παράγει το είναι του». Ο άνθρωπος είναι η ζωή του, η ενεργητική πραγμάτωση της μοναδικής διαφορετικότητας του.

- Και σε μας αγάπη μου, να το ξέρεις αυτό, η ύπαρξη μας αντλεί το νεράκι της από τη σχέση και όχι από τη φύση. Η ύπαρξη μας είναι ένα μεγάλο «όχι» στους περιορισμούς και τις αναγκαιότητες  της φύσης, κι ένα μεγάλο «ναι» στην ελευθερία του έρωτα. Κι ας ήταν και στιγμές, που δεν τα καταφέραμε. Η ελευθερία μας είναι ένα συνεχές άθλημα! Όχι οριστικό επίτευγμα! Εμπειρία κοπιαστική και επώδυνη, ενάντια στην ίδια μας τη φύση. Η ελευθερία μας είναι τρόπος να υπάρχουμε, όχι επιλογή ανάμεσα σε κάποια ενδεχόμενα της βούλησης μας. Κι εσύ για μένα, δεν ήσουν ποτέ απειλή. Μην ακούς που γκρινιάζω καμμιά φορά. Ελπίζω πως κι εγώ το ίδιο. Ήσουνα πάντοτε διευκολυντής στην κατάκτηση της υπαρκτικής μου πληρότητας.  Και να με συγχωρείς, καλέ μου, αν η ψευδαισθητική επιθυμία μου να είμαι σαν άτομο οπωσδήποτε δικαιωμένη, με οδήγησε, μερικές φορές,  σε άμυνα τυφλή, σε άρνηση ή αδυναμία να παραδεχθώ την πραγματικότητα.

Ε τώρα πια, δεν υπήρχε καμμιά αμφιβολία. Γνώριζε αυτή την γυναίκα. Δεν μπορεί! Την γνώριζε μάλιστα καλά. Είχε κάνει έρωτα μαζί της. Είχε σχέση μαζί της. Ποιός ξέρει πότε; Ποιός ξέρει για πόσο καιρό; Ήταν αδύνατον να θυμηθεί, όσο αδύνατον ήταν να κοιτάξει το ρολόϊ του. Την αγαπούσε άραγε αυτή τη γυναίκα; Έτσι έδειχναν όλα. Μάλλον έπρεπε να είναι βέβαιος. Αλλά, απ’ την άλλη, ήξερε πως οι βεβαιότητες συντηρούν την αυτονομία του «εγώ». Και πως μονάχα η εμπιστοσύνη-πίστη στηρίζει τη δυναμική της ύπαρξης ως σχέση. 

Όμως, εκείνος δεν είχε ποτέ τη βεβαιότητα ότι αγαπούσε. Ούτε καν τη βεβαιότητα ότι ειλικρινά, δηλαδή ελεύθερα, ήθελε να αγαπήσει.  Είναι πάντα πολύ εύκολο, έλεγε στον εαυτό του, να εκλαμβάνουμε ως αγάπη, κάποτε και ως έρωτα αυταπαρνητικό, την ευφορία των αισθημάτων, τις ψευδαισθήσεις πραγματικότητας, που γεννάει η ατομοκεντρική επιθυμία, η αυταρέσκεια. Ήταν άραγε κι εδώ κάπως έτσι;
Δεν ήταν δα και λίγες οι φορές, που είχε πιάσει στα πράσα το «εγώ» του να ενοχοποιείται εκούσια και με θεατρική υπερβολή, επειδή διψούσε να δικαιωθεί και να εξασφαλιστεί μέσα από την αυτομαστίγωση του. Προηγείτο πάντα  το ενοχοποιημένο του «εγώ», όχι η αυτοεγκατάλειψη στη σχέση, όχι η παράδοση στην αγάπη. Και, κακά τα ψέμματα, άλλες τόσες φορές, έπιασε τον εαυτό του να θεωρεί ότι το κακό είναι ο «άλλος», μόνο και μόνο επειδή υπήρχε και με την ύπαρξη του, ήταν αντίθετος στη δική του ατομική αυτοτέλεια και ιδιοτέλεια.

Όταν κάποια στιγμή κατάφερε να προφέρει τη λέξη «πονάω», σιγουρεύτηκε πως η φωνή του μπορούσε πια να ακούγεται, μ’ όσο κι αν τα χείλη του δυσκολεύονταν. Εκείνη έσκυψε και επανέλαβε αυτή τη μια του λέξη συνοδεύοντας την με την αγάπη της: Πονάς αγάπη μου; Ένα δάκρυ της κρυσταλώθηκε στο μάγουλο κι ύστερα σαν κομματάκι αιχμηρού πάγου της έγδαρε το πρόσωπο. Έκρυψε βιαστικά τη γρατζουνιά της να μην τη δεί.

- Πονάμε τόσο μόνοι μας, γαμώτο, συλλογίστηκε.  Η πραγματικότητα του πόνου είναι απρόσιτη σε  αντικειμενικό ορισμό. Δεν μπορούμε να μετρήσουμε την ένταση του πόνου ή να καταδείξουμε το είδος, την ποιότητα, του πόνου. «Δεν μπορώ να δείξω στον άλλο τον πονόδοντό μου, ούτε να του αποδείξω πως έχω πονόδοντο» όπως παρατηρούσε ο Wittgenstein.  Στη σκέψη αυτή, ένοιωσε ξαφνικά τον πόνο του να εκτείνεται κυριολεκτικά πέρα από το σώμα. Σαν μετά από χειρουργικό ακρωτηριασμό, καθώς ο χειρουργημένος βιώνει πόνο οξύ στον ανύπακρτο πια «τόπο» του μέλους που αποκόπηκε. Βλέπεις το ά-σχετο  του πόνου, είναι το «τίμημα» της υπαρκτικής μας ανεπάρκειας. Πονάμε μόνοι μας, γιατί διεκδικούμε να είμαστε αυτόνομα, ιδιοτελή, άτμητα άτομα.

- Τα πρόσωπα όμως δεν πονάνε μωρό μου, πήγε να της πει, όταν ακούστηκαν βιαστικές φωνές  ανθρώπων που εισέβαλλαν στο δωμάτιο. Παράξενες ιατρικές ορολογίες έσπασαν τη γλυκιά σιωπή του προσώπου της και το αγκιστρωμένο χαμόγελο της, εκεί στην άκρη των χειλιών της, κρεμάστηκε τώρα τόσο, που σε λίγο θα έφτανε η θλίψη του ως το μώβ μαντήλι του λαιμού της.

- Φοβάμαι Εύα, μουρμούρισε τρομαγμένος. Φοβάμαι τον θάνατο! Αυτόν το θάνατο που πεθαίνουμε μόνοι μας.

Ένα άσπρο ξερό σεντόνι κάλυπτε τη γύμνια του, ίσως από ώρα, μα το κατάλαβε τώρα, έτσι καθώς κουκούλωσε τις τελευταίες λέξεις του. Του έμεινε μονάχα η εντύπωση πως ακούστηκε η λέξη «φοβάμαι». Τίποτα περισσότερο. Ακόμη και το όνομα της κρύφτηκε κάτω από το λευκό σεντόνι, μην τύχει κι ακουστεί.  

- Ο φόβος είναι η απουσία του Έρωτα, μικρέ μου, όπως το σκοτάδι είναι η έλλειψη του φωτός. Δεν υπάρχει από μόνος του! Ακούς; Κι εγώ είμαι τόσο ερωτευμένη μαζί σου! Μ’ ακούς; Μ’ ακούς, γαμώτο μου; Φώναξε μ’ όλη της τη δύναμη!

Έσκυψε το κεφάλι της και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Έτσι της υπέδειξαν πιεστικά οι γιατροί, που αδιάφορα λογικοί πάλευαν με το σκοτάδι κάτω απ’ το λευκό σεντόνι.

Εκείνη έλυσε το μώβ μαντήλι της και σφούγγιξε μ’ αυτό τα δάκρυα της και τη ζωή της που έρεε από παντού. Πίσω της, τα μικρά ανθάκια του μαδημένου γιασεμιού, έτρεξαν βιαστικά-βιαστικά και τρύπωσαν παιχνιδιάρικα κάτω από το λευκό σεντόνι. Γέμισαν το κορμί του με φιλιά. Λευκά. Λευκά, ολόλευκα φιλιά. Έτσι, που τα δικά της κόκκινα ζηλέψανε.

Καλά λένε, πως η πρώτη και τελευταία ανάμνηση ενός ανθρώπου είναι μια σχεδόν απτή, χειροπιαστή, ευωδιά.


ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
02.07.2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άνευ όρων αποδοχή στα ανθρώπινα σχόλια που σέβονται τον Άλλο.