Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΟΙ ΒΡΩΜΙΚΕΣ ΜΠΟΤΕΣ

Λένε πως στη ζωή συναντάει κανείς δυο κατηγορίες ανθρώπων: εκείνους που πεθαίνουν με τις μπότες τους καλογυαλισμένες και τη ζωή τους γεμάτη θαυμαστικά κι εκείνους που πεθαίνουν με τις μπότες τους βρώμικες και τη ζωή τους γεμάτη ερωτηματικά.

Μη το παιδεύεις, ρε συγγραφέα, θα πει κανείς. Οι ξενέρωτοι και οι μάγοι ήτανε πάντοτε, στους αιώνες, η κυρίαρχη διάκριση των κοινωνιών πέρα από διαλεκτικές μαρξιστικές αναλύσεις και τα συναφή. 

Οι πρώτοι κάνουν ότι περνάει απ’ το χέρι τους για να σταματήσει η γη να γυρίζει κι’ οι άλλοι τα καταφέρνουν  -ίσαμε τους καιρούς μας- να την κάνουν ακόμη να περιστρέφεται.
Απαιτείται χάρισμα ανθρωποδιώκτη για να αποφύγεις τους πρώτους, ενώ χρειάζεται, είναι αλήθεια, γερή σιρμαγιά ψυχής και μάτι αλαφροΐσκιωτο για να ανταμώσεις -έστω για λίγο- τους δεύτερους. Βλέπεις δεν τους χαρακτηρίζει η γυαλάδα και η λαμπερή στιλπνότητα που κάνει τους ανθρώπους του σήμερα να γίνονται ορατοί ή, μάλλον, υπαρκτοί…
Ξέρεις τώρα, οι άνθρωποι που δεν γυαλίζουν, αγνοούνται.
Οπότε λοιπόν, όπου θαμπάδα και σκόνη, είναι αυτή μια πρώτη ένδειξη συνάντησης με τους ανθρώπους με τις λερές μπότες. Όπου χαρμόσυνη μελαγχολία στο βλέμμα, μια δεύτερη…
Όπου τσαλάκωμα και πτύχωση των συναισθημάτων, ατράνταχτη βεβαιότητα…Κι' όπου ολοσχερώς διερρηγμένο κέλυφος εγωκεντρισμού, αποκαλυπτικό σμίξιμο των υπάρξεων. Μοιρασιά!
          
Κι’ εγώ, από γεννησιμιού μου ασφαλής και καλογυαλισμένος στον ατσαλάκωτο ορθολογισμό μου, μα κι απ’ την άλλη προικισμένος απ’ τα μετωπικά φιλιά της γιαγιάς μου –ακόμη και σήμερα τα θυμάμαι σαν τρακαρίσματα στο κούτελο με τις αλήθειες μου- βάζω με τον νου μου πως αξιώθηκα να δω δυο τρία ζευγάρια τέτοιες μπότες σκονισμένες.

Τους είδα να δακρύζουνε και να γίνονται κομμάτια, για ό,τι οι πολλοί θα ‘λέγαν ένα τίποτα. Κι ο πιο βαθύς τους πόνος βουβός και διπλωμένος δεν έλεγε να σκάσει, έστω, σ' ένα δάκρυ. 

Τους άκουσα να γελούνε τρανταχτά στις μικροαγωνίες της καθημερινότητας σαρκάζοντας, λες, την επιτυχία. 

Τους είδα να οικοδομούνε σε μια νύχτα ό,τι οι πολλοί θα χρειάζονταν βδομάδες, φλογισμένοι από την πιο απερίσκεπτη καλή ελπίδα. 

Τους ένοιωσα να εξαντλούν το είναι και το έχει τους πεισματικά χαρισμένοι, δίχως καμία φειδώ. Ήταν καιροί που χαραμίστηκαν κι ύστερα ήρθαν κι άλλοι που αφήσανε τα όνειρα απλήρωτα. Ε και; Η μεγαλύτερη σκοτεινιά είναι πάντα τρανό σημάδι πως έρχεται ξημέρωμα, θα σου πουν.

Τους είδα να εξαντλούνε τις γλύκες της ζωής απ' όλα τα χρωματιστά βαζάκια της, παραπετώντας τις γυαλιστερές συσκευασίες και τις φανταχτερές κορδέλες τους.  Το συσκευασμένο άδειο δεν τους έλεγε και τίποτα...

Τους είδα μια νύχτα στην άκρη της θάλασσας -και τότε βεβαιώθηκα: είχαν αφήσει παράμερα τις λερές τους μπότες και πλατσούριζαν στα ρηχά, μαζεύοντας τα σαπιόξυλα που τους ξέβραζε η θάλασσα. 
Κρυφοκοίταξα δειλά. Τα έκαναν σχεδίες και δραπέτευαν, πέρα, κατ’ ευθείαν προς τη γραμμή του ορίζοντος…
Κι όμως, ναι! Μάζευαν τα σαπιόξυλα, τα έκαναν σχεδίες και δραπέτευαν…Τους ζήλεψα!…Πέρα κατ’ ευθείαν προς τη γραμμή του ορίζοντος! 

Πάνε να δώσουν ακόμη μια σπρωξιά στη γη, είπα…Μα δεν χρειάζεται, τόλμησα να τους πω διστακτικά...Η γη γυρίζει κι από μόνη της.

Μα τι είναι αυτά που λες; Για κοίτα γύρω σου τα τόσα θαυμαστικά, μου απαντήσαν. Μια μονάχα ελπίδα υπάρχει για να ξεμπερδεύουμε μαζί τους. Να πάρει η γη τόση φόρα που να ζαλιστούν στο δρόμο και να τα ξεφορτωθούμε...

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
01.07.2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άνευ όρων αποδοχή στα ανθρώπινα σχόλια που σέβονται τον Άλλο.