Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΟΤΑΝ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΧΕΛΩΝΕΣ

Όταν λύθηκε η κόκκινη κλωστή κι ο καιρός, έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν πια τόσο καλοκαιρινός, τι τα θες, τα καλοκαίρια φεύγουν γιέ μου αστραπή αυτό το έρμο "πάντα" κι ξοπίσω του ότι πήραμε στα σοβαρά για πάντα...μου ‘λεγε η γιαγιά μου έναν καιρό...κι εγώ ο χαζός την άκουγα με την παλάμη μου γιομάτη προσδοκίες...έτσι καθώς της βάσταγα το χέρι..να με οδηγεί στα παραμύθια...που θαρρώ στιγμές πως ήταν να τα εξομολογηθεί στον κύρη της κανονικά...μα εκείνος γοργόφτερος καθώς ήταν και άντρας πια ολόκληρος...δεν βάσταξε της καλής του κι έφυγε...
 

Έτσι απέμεινα εγώ ακροατής, έναντι Άλλος των ερώτων της γιαγιάς, γητεμένος απ’ τα τόσα της ταξίματα, της τρυφεράδας της μυριάκριβος λόγος ύπαρξης.
Και οι χελώνες ερωτεύονταν εκείνο τον καιρό...ναι της μιας φορά και ενός καιρού, μα δεν ήξερε κουβέντα να μου πεί για τις πρώτες τους καλημέρες, τα πρώτα βλέμματα και τους ψιθύρους μες στα άθραυστα κελύφη τους...ντρέπεται έλεγα κι εγώ και όλο λοξοκοιτούσα και ξεροκατάπινα...κοιτώντας χαμηλά εικόνες από άλλες αγκαλιές στο παγωμένο πάτωμα.
 

Ήτανε, μου ‘λεγε, εκείνη η ξαστοχιά της μιας, η τάδε παράλειψη, η δείνα ανεπάρκεια στην συμπεριφορά κι’ ύστερα η άλλη υστερόβουλη κίνηση, η λειψή ανταπόκριση στην δική της δίψα.
 

Κι’ έτσι η χελώνα μας άνοιγε τώρα θεόρατα τα μάτια της στην αντίστροφη ανακάλυψη πια...Ο Άλλος, η Άλλη...η χελώνα δηλαδή, βρέθηκε απρόσμενα σε απόσταση. Είναι μακρυά σκεφτόταν η χελώνα και δεν είναι πια αυτό που ήταν. Δεν μπορώ να κρατηθώ σε σχέση έλεγε η χελώνα..δεν μπορώ...Αλλά σε σχέση με το δικό μου πόθο για ζωή. Mοιάζει τόσο λιγοστός γαμώτο μου...τόσο άτολμος..σκεφτόταν η χελώνα...
 

Όλα ξαφνικά, γιέ μου, μικραίνουν, έλεγε η γιαγιά, όπως όταν μεγαλώνεις μέσα σε μια μέρα...το φέρνει η ζωή καμμιά φορά...κι ότι σου φάνταζε μεγάλο...τώρα μίκρηνε. Κι’ όλα μαζί, τώρα πια, απέναντι αντικείμενα, έτοιμα για μετρήσεις κι υπολογισμούς.
 

Άν η χελώνα σου είχε πραγματικά αγαπήσει, αν της είχε χαριστεί έστω μια σταλιά αυτοπαραίτηση, ίσως στην πρώτη σύγκρουση που ένοιωσε το κέλυφος της να ραγίζει, ίσως να διέκρινε κάτι απ’ τα δικά της υστερήματα. Ισως στην καινούργια έκπληξη της απόστασης, να ανακάλυπτε με φόβο δικές της αστοχίες, λαθεμένες εκφράσεις, υστεροβουλίες, λειψές ανταποκρίσεις στην δίψα του Αλλου...της Άλλης χελώνας δηλαδή.
 

Θα 'λεγε δηλαδή...μου μοιάζει απίστευτο...άφησα τόσο κενό μοναξιάς στην ψυχή του Άλλου, αυτού που δίχως μέτρο αγαπώ και ποθώ;
 

Αλλά....θα ξέρετε δα κι εσείς...από πείρα και σπουδή στην ζωολογία, πως το τείχος ανάμεσα σε δυο ερωτευμένες χελώνες...εννοώ τα καβούκια τους..είναι αδιαπέραστο...
 

Έτσι,...μου ‘λεγε η γιαγιά, η χελώνα μας δεν έβλεπε μέσα της κανένα ψεγάδι. Τον έρωτα της τον είχε προδώσει η άλλη (χελώνα εννοείται). Έβαλε λιγότερα στο παιχνίδι. Τουλάχιστον σε σχέση με τι προσφέρει, απολαμβάνει περισσότερο. Και δως του λοιπόν, η καλή μας χελώνα, άρχισε να μετράει, να λογαριάζει. Κι όλοι οι λογαριασμοί την έβγαζαν πάντα αδικημένη. Άρα σκεφτόταν –η χελώνα και εμένα μου τα έλεγε η γιαγιά μου- άρα δικαιούμαι να αντιδρώ, να κλαίω, να γίνομαι επιθετική, να ντύνω την προδομένη στοργή με την φορεσιά της απαίτησης.
 

Η άλλη χελώνα...κι αυτή...τι να κάνει...αντιδρούσε με τις δικές της μετρήσεις κι’ υπολογισμούς και ήτανε έτσι η ρήξη τους άγρια, θηριώδης.
 

Δεν ήτανε ότι παιζότανε εδώ κάποια συμφέροντα...εδώ παιζότανε η ζωή...όλα ή τίποτα.
Κι αν ήτανε στιγμές που η Άλλη, αποτραβιόταν σιωπηλή στην θλίψη της, αν άφηνε τις πληγές έκθετες στην πρώτη αχτίδα ήλιου, τότε η Αλλη δεν είχε μάτια να την δεί, δεν μπορούσε να πονέσει με τον πόνο της...αυτή εκεί μετρούσε μόνο τον δικό της αβάσταχτο πόνο.
 

Κι έλεγε...αυτή δεν έχει δίκιο να είνα θλιμμένη...μόνο εγώ έχω αυτό το δίκιο.
 

Έτσι..η χελώνα μας, αναμόχλευε το παρελθόν. Ωραία λεξη γιαγιά της έλεγα εγώ...θέλω να μάθω κι’ άλλες τέτοιες...Η χελώνα μας λοιπόν, έξυνε πληγές, βύθιζε ανελέητα το μαχαίρι της στη μνήμη. Η άλλη, έλεγε, είναι η αποτυχία μου να ζήσω, είναι η επαλήθευση της μοναξιάς μου, η κόλαση μου...έλεγε..σε κάτι φίλες της χελώνες...Ρε συ της λέγαν οι άλλες..όχι το ρε συ δεν το έλεγε η γιαγιά...εγώ το έβαλα..ρε συ...ίσως παλεύει κι αυτός, σφαδάζει, ζεί την δική του μοναξιά...Μια ελάχιστη τρυφεράδα, ένα χάδι από σένα, ένας λόγος γλυκός, θα μπορούσε να τον αναστήσει.
 

Όχι εκείνη...στον πρόσωπο του έβλεπε μόνο το δικό της κενό, τα μόνα λόγια της καρδιάς της ήταν το παράπονο της.
 

Εμένα ποιος με ρωτάει, έλεγε, ...ποιός μετράει την δική μου ανάγκη...τον αβάσταχτο πόνο;
 

Και συνέχιζε η γιαγιά. Δεν υπάρχει γιε μου πόνος και πίκρα πιο βασανιστική από την σύγκρουση των χελώνων που πίστεψαν πως ήταν αμοιβαία και ολοκληρωτικά ερωτευμένες. 

Σύγκρουση πάντοτε παράλογη, όμως με όπλο πάντοτε την λογική. Η κάθε μια χελώνα, με την δική της τετράγωνη, αράγιστη λογική, καρφωμένη στο πέτο της βεβαιότητας τους.
 

Δεν ξέρω γιέ μου...έλεγε η γιαγιά, αν σ’ αυτό τον σπαραγμό φτάνει νομοτελειακά κάθε χελωνίστικος έρωτας. Δεν είναι απλή απογοήτευση. Ότι δηλαδή πάει τέλειωσε η γοητεία της ολόκληρης σχέσης. Είναι που πίσω απ’ αυτό κρύβεται πονηρά η ασυνείδητη πίκρα για το ανέφικτο της ζωής, η απελπισία για το ακατόρθωτο της αμοιβαίας ολοκληρωτικής αυτο-προσφοράς, αυτής της προσφοράς που συνιστά τη ζωή.
 

Ναι γιέ μου...τέλειωνε πάντα η γιαγιά...έτσι ερωτεύονται οι χελώνες, θωρακισμένες ανεπίγνωστα στο άθραυστο κέλυφος της θνητότητας τους. Δηλαδή το εγώ τους. Και να φανταστείς ότι οι χελώνες είναι λένε αιωνόβιες, βάλε τώρα με το μυαλό σου...πως ερωτεύονται οι άνθρωποι. Ζούν το θαύμα του έρωτα ο καθένας από μόνος του. Ο Άλλος είναι μόνο η αφορμή. Μιά σκέτη αφορμή. Ώσπου μια νύχτα...συντρίβονται οι ασύμπτωτοι πόθοι τους πάνω στα αράγιστα κελύφη.
 

Και δεν ζήσαν οι χελώνες καλά...και μείς χειρότερα...γιατί τουλάχιστον αυτές είχαν το άλλοθι πως ήτανε χελώνες... εμείς τι άλλοθι να σκαρφιστούμε ;

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

16.12.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άνευ όρων αποδοχή στα ανθρώπινα σχόλια που σέβονται τον Άλλο.