Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΕΦΗΒΟΙ

Ενόσω η προβλεπόμενη από ελάχιστους μετα-ολυμπιακή οιμωγή της εθνικής μας οικονομίας, προκαλεί πλέον τις άπορες κραυγές όλο και περισσότερων συμπολιτών, ενόσω η πολιτική εξαντλείται -κατά τα συνήθη από ιδρύσεως του κρατιδίου των Αθηνών- σε διαμεσολαβήσεις συγκρουομένων συμφερόντων ή στην καλύτερη περίπτωση επιχειρεί κάποια δειλά βήματα προς τα ουσιώδη, ενόσω το ίδιο το πολιτικοοικονομικό σύστημα απαιτεί πλέον έναν ακόμη εξορθολογισμό του μέσα από μαρκετίστικες εκδοχές της πολιτικής ως διαδικασία επιλογής οδοντόπαστας ή σαμπουάν, τόσο η μιζέρια της ρηχότητας θα ψηλαφίζεται όλο και πιο έντονα ιδιαίτερα στις ψυχές των νέων ανθρώπων.

Δεν είμαι ειδικός για να κρίνω την βαρύτητα απόψεων που μιλούν για την διαμόρφωση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου. Πείτε τον όπως θέλετε. Μονοδιάστατο άνθρωπο, homo consumer, νεογιάπι, ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, μα συλλογίζομαι πως όσοι έχουν την τιμητική τραγωδία να συγχρωτίζονται με νέους ανθρώπους, δεν μπορεί παρά να διαπιστώνουν διαρκώς τα όλο και αυξανόμενα ποσοστά του «εν εκλείψει υποκειμένου».

Θαρρώ πως δεν υπάρχει καλύτερος ορισμός για τούτο το νέο είδος δυτικανθρώπου, που μας κληρονόμησε η πρεμούρα μας να γίνουμε «έθνος εφάμιλλον των καλυτέρων ευρωπαϊκών». Υποκείμενα σε έκλειψη.

Δεν μιλώ για μια ελλειμματική παιδεία ή κάποια τεχνική ανεπάρκεια, τέτοια που φέρνει τα παιδιά μας σε ύστερη θέση έναντι των λοιπών Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους. Δεν μιλώ καν για μια γλωσσική πενία ή για μια αμοραλιστική εκδοχή της ύπαρξης ή για μια ακρότατη εκλογίκευση του ακοινώνητου μότο «κοίτα την πάρτη σου».

Μιλώ για συναισθηματική πενία. Για παντελή αδυναμία αναγνώρισης των ουσιωδών του βίου. Και τολμώ, με τρόμο, να μιλώ για γενικευμένο κοινωνικό φαινόμενο.

Ανέραστοι έφηβοι, γνήσια τέκνα γονιών της χρησιμοθηρίας και της «κονόμας». Απαίδευτοι στην εθελούσια αυτοπροσφορά στον αγαπημένο άλλο. Με μόνιμη εγρήγορση στην αυτάρεσκη βολή και στην ικανοποίηση ανεξέλεγκτων ορέξεων. Δίχως ίχνος αυτοελέγχου των αναγκών και ως τέτοιοι ανελεύθεροι. Στην καλύτερη περίπτωση μεθοδικά εκπαιδευμένοι στο κυνηγητό του αποτελέσματος, κατά το «όλο και ψηλότερα όλο και καλύτερα». Ανυποψίαστοι για τον πλούτο του αφειδώλευτου χαρίσματος στον άλλο. Παρ’ εκτός, όταν ο άλλος είναι οι ίδιοι.

Καχύποπτοι, αλαζόνες με την σημαία ευκαιρίας διπλωμένη στην κωλότσεπη, έτοιμη για επίδειξη στην πρώτη ανάγκη που θα φανεί στον ορίζοντα. Αναγνώριση, επιτυχία, κατάκτηση, προβολή, λάμψη, φράγκα. Ίχνος ευαισθησίας και ο πόνος λέξη γνώριμη μόνο από τον κινηματογράφο. Απώλεια, θλίψη, οδύνη, χαρά, αξιοπρέπεια, φλυαρίες σε ανόητες εκθέσεις ιδεών, άνευ αντικρίσματος ζωής.

Αναρωτιέται κανείς, πόσα απ’ τα παιδιά μας μπορούν σήμερα όχι να αναλύσουν λογοτεχνικά ένα ποίημα του Ελύτη, αλλά να βιώσουν συναισθηματικά ένα στιχάκι του. Να συγκινηθούν, να ονειρευτούν, να ερωτευτούν, όχι ως συναλλαγή ηδονής, αλλά ως θεληματική παράδοση δίχως κρατούμενα και υπολογισμούς. Να χαριστούν από «μαγκιά».

Πόσα απ’ τα παιδιά μας σήμερα μπορούν να δακρύζουν με ηλιοβασιλέματα και να σφίγγουν την ψυχή και τα χείλη μπρός στο περιεχόμενο της έννοιας πατρίδα, με ένα βάθος συναισθήματος ανάλογο –έστω- με την ήττα της αγαπημένης ποδοσφαιρικής ομάδας ή της προσωπικής τους αποτυχία στις εξετάσεις ;

Πόσα από τα παιδιά μας εμπνέονται σήμερα στην άοκνη δημιουργική εργατικότητα, στην φιλοπονία και στην ριψοκινδύνευση, έστω, ενός επιχειρηματικού οραματισμού, όταν ζητούμενο ζωής ήταν επί χρόνια η δημοσιοϋπαλληλική εξασφάλιση της κομματικής ομηρίας του «χιονίσει-βρέξει»;

Όταν περιχαρείς οι θρησκευτικοί άρχοντες εξυμνούν το πλήθος των νέων στις εκκλησιές, αρνούνται να ιδούν την υφέρπουσα λογική της συναλλαγής, ακόμη και με το Θείο. Ο παράδεισος είναι μια αξιομισθία στις καλές πράξεις ετούτης της ζωής. Κάτι σαν, «κάνε το σταυρό σου να τα κονομήσεις, να τη βγάλεις καθαρή». Κάτι σαν, «τα ‘χω καλά με το Θεό, δεν ξέρεις τι γίνεται, μπορεί και να υπάρχει» όπως, «τα ‘χω καλά με το αφεντικό, το γραμματέα της τοπικής, ή το διαχειριστή της πολυκατοικίας». Η ανάγκη προσδιορίζει τη συμπεριφορά μου, κι’ όταν αυτή η ανάγκη καλυφθεί, «δεν καταλαβαίνω Χριστό».

Να μου συγχωρεί ο αναγνώστης την απαισιοδοξία, μα όπως έλεγε ένα παλαιωμένο σύνθημα, «εκτός από τον καπιταλισμό υπάρχει κι’ η μοναξιά», και τα παιδιά μας, φαίνεται, έμειναν πολύ μόνα.

Με μπόλικα πλήκτρα, άφθονα μέσα, λιπώδη πιάτα, ατράνταχτη λογική και άδειες καρδιές.

Τούτος είναι ίσως ο αφανής επιτάφιος της πατρίδας και κάθε ελληνικότητας όπου γης. Ότι εξορίστηκε η καρδιά και δεν κατοικεί πια εντός του νου. Ότι όλο και πιο σπάνια συναντά κανείς ­«απερισκέπτως ευέλπιδες», Έλληνες.

Μοναχή ελπίδα και παρηγοριά στις ενοχές των υπευθύνων γονιών, δασκάλων και πολιτικών, το πένθος του Ο. Ελύτη στο «Μονόγραμμα».

«Θα πενθώ πάντα, μ’ ακούς, για σένα, μόνος στον Παράδεισο,

θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές της παλάμης η μοίρα, σαν κλειδούχος,

μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο καιρός,

πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι».



Αν έχει νόημα σήμερα μια προσευχή είναι αναμφίβολα για αυτήν την «γαμημένη» στιγμή συγκατάθεσης του καιρού, λαμβάνοντας σαν δεδομένο ότι κάπου στο βάθος όλοι αγαπάμε αυτόν τον ρημαγμένο τόπο!





ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

17 ΜΑΪΟΥ 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άνευ όρων αποδοχή στα ανθρώπινα σχόλια που σέβονται τον Άλλο.